Μήπως ήρθε η ώρα να γράψεις τη δική σου ιστορία;

Τρίτη 26 Μαρτίου 2013

"Το σεκλέτι" της Εύης Μαραγκουδάκη


     Μοναχικός καβαλάρης, αυτή είναι η φορεσιά μου για τις διακοπές. Σαν τον Λούκι Λουκ ένα πράμα, χωρίς τον άλογο όμως. Όχι ότι δεν γουστάρω τα τετράποδα αλλά να…ψοφάω να πετάω ελεύθερο πουλί, όπως λαλούσε το φιλαράκι μου, ο Χρηστάκης. Ένα τσαντικό στον ώμο και μπάστα. Ίσα για τα βασικά. Με λαμβάνεις εσύ. Έναν χάρτη, ένα τεφτέρι να χαράζω μολυβιές, μια αλλαξιά ρούχα, άντε και καμιά μποτίλια νερό για την δίψα. Μένουν...
δυο παλούκια και ένα τεντόπανο για την ξάπλα. Τίποτα άλλο. Δεν είμαι χαμάλης να κουβαλάω. Ούτε η κυρία με τας καμελίας να τεστάρω πανωφόρια. Φωτογραφική δεν παίζει. Μαγκώνομαι από τα χάχανα με τους  βουτυράτους σχιστομάτηδες που στήνονται ενθάδε του ερείπιου. Ή με τους ξεπλυμένους από λουλάκι μπιροκοιλιάδες με την κάλτσα και το σανδάλι. Αυτούς που ρεύονται από τα πολλά τζατζίκια και ξερνοβολάνε σαν γουρουνοκεφαλές στο κράσπεδο. Με την καμία σου λέω. Η κούτρα μου τα αποτυπώνει όλα, τεφαρίκι πράμα. Ποιότης ΑΑ με την βούλα λέμε. Μέχρις σήμερα δεν με έχει γελάσει. Από την παράλλη όμως με έχει χαντακώσει να μην βλέπω χαΐρι σε αυτή την ρημάδα την ζωή. Με πιάνεις; Θυμάμαι τα πάντα σαν παχύδερμο. Καλά, κακά, στραβά και ανάποδα. Κατσάβραχα, αρκούδες, νερά που τσουλάνε, καταγώγια, ξίδια, λιγούρηδες, τσαμπουκάδες και σουρλουλούδες. Όλος ο καλός ο κόσμος πρώτη μούρη. Ακόμα και την φτυαριά του τελευταίου αλητάμπουρα φρεσκάρω. Μην εννοήσεις ότι κρατάω λογαριασμό αλλά δεν θα με τσεκάρεις κιόλας να το παίζω άρχοντας των δαχτυλιδιών. Για ένα κούτελο ζούμε σε αυτή την μπάσταρδη κοινωνία. Για τα παντελόνια μας, ρε συ. Δίνεις βάση;

     Τι έπαθα ρε, ο πρίγκιπας; Είμαι στα συγκαλά μου; Τι μπαρούφες αραδιάζω; Για μεγάλη καζούρα μιλάμε. Και να πεις ότι μπεκρούλιασα. Ότι έγινα ντίρλα. Σταγόνα μπαρούτι δεν έχω κατεβάσει. Δεν το σηκώνει, βλέπεις, η αφεντιά μου. Πολλά δεν σηκώνει τώρα τελευταίως.  Ούτε η καμπούρα μου βαστάει τις αποκοτιές των άλλων. Λυγάει. Σάμπως είναι σιδερικό; Ή πιότερο να το κατέβαζα μονορούφι και να σάπιζα σε καμιά γωνιά σαν ψοφάλογο; Μερακλίκια τρικούβερτα θα έστηναν οι εχθροί μου. Σας το σενιάρω με τα δυο κουλά μου. Εγώ όμως, ο Μπάμπης με το όνομα, δεν θα τους αφήσω να μου ξυρίσουν την μουστάκα. Ίσα από δω, λέρες! Ουστ, βρομόσκυλα! Σύξυλους σας παρατάω να τρώτε τις σάρκες σας, προτού σας μοιράσω μπουνίδια. Μούλικα θηρία! Το μαύρο σκοτάδι παίρνω στο κατόπι και την κάνω για αλλού. Μην τον είδατε, μην τον απαντήσατε. Μόνος ο μάγκας, μόνος και έρημος ο αρχηγός. Στρίβω από κατσικοχώρι σε ρεματιά και από κει στα μαγειρεία για να χλαπακιάσω κοψίδια και ξιδάτα λουκάνικα. Σκάω μύτη στα καφενεία για να βρέξω τον καταπιόνα μου με έναν πολλά βαρύ και όχι στη χόβολη. Παραπέρα τα γερόντια παίζουν πρέφα και εγώ κουλάρω απόμερα. Μεγαλεία πράματα. Μπα! Τζίφος! Δεν σταυρώνω για πολύ νηνεμία. Όλως περιέργως αριβάρω κοντά να πάρω κίνηση. Σούργελο γίνονται όταν κατεβάζουν φύλλο. Πότε δεν ξέρουν να μετράνε, πότε είναι γκαβούλιακες. Χαβαλές μεγάλος, σου λέω. Πόσα τέρμινα κρατάει το πανηγυράκι, δεν ξέρω. Για σταθμάρχη με γραδάρεις; Μόλις κανελλώσουν το ρυζόγαλο, το καπελάκι μου στραβά και κόβω λάσπη. Γεια χαραντάν και τα κουκιά μπαγλάν.

     Επόμενη στάση μια ξέρα για το στήσιμο, για να δω το όνειρο. Τσάμπα κόπος, φιλάρα.  Βλέφαρο δεν κλείνει. Τι μανίκι με ταλανίζει πάλι απόψε! Σαν την κουκουβάγια μπανίζω τα αστέρια να τρώνε σούπα μες στη λασπουριά. Στα εικοσιένα καψαλίζομαι. Πάω πάσο. Δεν λέει να χάσω την παρτίδα. Γυρίζω νεφραμιά. Σκατά στα μούτρα μου. Ένα μαυρογκάγκανο νυχτοπούλι δουλεύει με διπλό καρμπυρατέρ άνωθεν μου. «Μόκο, ρε συ!» του γκαρίζω και βαράω στράκα. Ξεκουμπίζεται. Πέφτω βουρ στον πατσά να σταυρώσω μάτι. Τρίχες μπουκλωτές και μαλλινοβάμβακες. Ανάβω φυτίλι και γίνεται ντουμάνι. Θεριακλής γαρ. Μπουχτίζω από δροσιά. Ο κιτρινιάρης καρφιτσώνεται στο παλκοσένικο. Όχι, ρε καρμίρη. Όχι τουναντίον μου! Πώς μου γλίστρησε της διανόησης; Ο χρόνος, αλητήριος και τραμπάκουλας, με σκονιάζει. Τρέχει στον ποδόγυρο μου σαν αράπης. Φορτώνω βαριά. Πού θα πάει όμως; Θα τον ζέψω και αυτόν. Θα τον γητέψω. Πας στοίχημα ένα πορτοκαλί;

     Ξενέρωσα πάραυτα. Στρι και κόβω ρόδα μυρωμένα για άλλη παραλία, πιο μόρτικη και φίνα. Που δεν θα σκανάρω κανενός την βλακόφατσα. Που δεν θα ξεράσω το μπερεκέτι της μπούρδας του. Δεν τραβάει άλλο αυτό το αλισβερίσι. Παίζει πινγκ- πονγκ στην πλάτη μου, σαν μαστούρης. Κάτω τα κουλά σου! Μάζεψε τα ξερά σου! Σε αναθεματίζω. Εξ’ ου και βολοδέρνω δεξιά και αριστερά να βρω την κάλμα μου οσονούπω, σε αυτό που ονοματίζουν οι γνωστικοί «διακοπές». Εγώ το βαφτίζω σεκλέτι. Βαρύ και ασήκωτο. Νταλκάς σκέτος για ολίγους και εκλεκτούς. Για την πάρτη μου, για μένα. Τραβάω την στράτα μου. Μόνος και έρημος. Μοναχικός καβαλάρης σε έναν ντουνιά φτιαγμένο για μάτσα και σαπουνάδες.

Συγγραφέας: Εύη Μαραγκουδάκη - φοιτήτρια Tabula Rasa 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου