Το τελευταίο
πράγμα που θυμόταν, ήταν τα τιτιβίσματα των πουλιών που ακούγονταν μέσα από τις
καταπράσινες φυλλωσιές των δέντρων και τα ορμητικά νερά ενός μικρού καταρράκτη
που έπεφταν μέσα σε μια γαλαζοπράσινη λίμνη… και έπειτα κενό, σαν να μην υπήρξε
ποτέ!
Αδυνατούσε να
πιστέψει αυτό που είχε συμβεί! Όλοι κοιτούσαν με δάκρια στα μάτια, ενώ η Πέρσα,
με μια ανεπαίσθητη απογοήτευση και θλίψη…
Ο Ιάκωβος, ο σύζυγος της με μάτια δακρυσμένα, έτρεξε και την
έσφιξε στην αγκαλιά του, μα εκείνη δεν κουνήθηκε καθόλου. Εκείνος την κοίταξε
παγωμένος!
Οι γονείς της με
τρομερή αγωνία και στεναχώρια, μέσα στην ζαλάδα τους, πήγαν κοντά της για να
της συμπαρασταθούν! Το πρόσωπο της έδειχνε χλωμό και ταλαιπωρημένο ενώ το σώμα
της ήταν αδύναμο! Δεν άντεξε και βγήκε έξω από την Εκκλησία! Έδειχνε αρκετά
ανήσυχη κι έτσι ο Ιάκωβος έτρεξε ξοπίσω να την προλάβει και να την ηρεμίσει.
«Zούσα μαζί σου στον παράδεισο μόλις πριν λίγο… Γιατί να
τελειώσει έτσι;», είπε ταραγμένη ενώ δάκρια πικρά κύλησαν στα κάτασπρα της
μάγουλα.
«Τώρα είσαι εδώ, πίσω σε εμάς, κοντά μας!», της απάντησε ο
Ιάκωβος.
«Θέλω να είμαι μαζί σου ξανά! Στο όμορφο ζεστό όνειρο μας…
Δεν μπορεί κανείς να καταλάβει!», λέει συνειδητοποιημένα.
Ο Ιάκωβος την
κοιτούσε με απορία και προσπαθούσε να πιαστεί από τα λόγια της, όμως του ήταν
αδύνατον! Γνώριζε πως αυτό που περνούσε ήταν ένα μεταβατικό τραύμα, αφού είχε
τελειώσει ψυχολογία, και πως θα της έπαιρνε λίγο χρόνο έως ότου ο εγκέφαλος της
να προσαρμοστεί ξανά…
«Πέρσα, κοίταξε με! Έζησες απλώς ένα όνειρο, ή ότι κι αν
ήταν αυτό…»
Πριν εκείνος συνεχίσει όμως, εκείνη μπαίνει μες τα λόγια του.
«…Ήταν πραγματικός παράδεισος αυτό που έζησα μαζί σου, με
έκανες ευτυχισμένη!!!»
Ο κόσμος άρχισε
να βγαίνει μέσα από την Εκκλησία και να την περιβάλλει μα εκείνη αδιαφορούσε
πλήρως. Ο Ιάκωβος τότε την κράτησε από το χέρι και αμέσως της είπε:
«Περιέγραψε μου το μέρος για το οποίο μου λες… ίσως κάποια
μέρα να το επισκεφτώ κι εγώ, με ή και χωρίς εσένα…»
Το σώμα της
χαλάρωσε και ευθύς το πρόσωπο της έλαμψε. Έμοιαζε σαν είχε νοιώσει κάτι το
πρωτόγνωρο εκείνη την στιγμή, λες και είχε έρθει σε επαφή… Εικόνες πανέμορφες άρχισαν να περνάνε από
μπροστά της, κι έτσι ασυναίσθητα ξεκίνησε να διηγείται για το ονειρεμένο εκείνο
μέρος, στο οποίο βρισκόταν μαζί του, καθώς όλοι εκείνοι που βρίσκονταν τριγύρω,
την άκουγαν με προσοχή.
Μόλις τελείωσε
την περιγραφή της, μπήκε ξανά μέσα στην Εκκλησία. Ο Ιάκωβος την ακολούθησε. Έφτασαν
εκεί που βρισκόταν το φέρετρο και εκείνος κοίταξε ψηλά.
Το βλέμμα της
Πέρσα ήταν ήδη κολλημένο σε εκείνο το ιδιαίτερο σημείο… Έδειχνε λίγο πιο ήρεμη
τώρα, αφού μπροστά της ορθωνόταν το παραδεισένιο εκείνο μέρος στο οποίο
βρισκόταν στο όνειρο της… Ήταν μια τοιχογραφία που παρίστανε τον κήπο της Εδέμ.
«Δεν γίνεται… δεν μπορεί…», μονολόγησε και δάκρυσε.
«…Το μυαλό μπορεί να μας παίξει φοβερά παιχνίδια!», της λέει
ο Ιάκωβος, και ευθύς συνέχισε, «Ίσως, λίγο πριν συνέλθεις, αυτή να ήταν η πρώτη
αλλά και η τελευταία εικόνα που είδες κι έτσι το μυαλό σου, πάνω στην εκκίνηση
του να της έδωσε ζωή… όπως γίνεται και στα όνειρα! Γι’ αυτό τον λόγο προφανώς
σου φάνηκε τόσο αληθινό αυτό που έζησες!»
«Όχι, δεν μπορεί να είσαι μια απάτη του μυαλού μου, δεν
γίνεται να ήσουν ένα όνειρο Ιάκωβε…», συνέχισε θλιμμένη.
«Λυπάμαι! Αυτή όμως είναι η αλήθεια…»
«Δεν το αντέχω άλλο αυτό…», μονολόγησε ξανά, κάθισε σε μια
καρέκλα, έγειρε το κεφάλι της προς την μεριά του Ιάκωβου και αφέθηκε.
Η εικόνα του
παραδεισένιου τοπίου, στο μυαλό της φάνταζε ακόμα αληθινή! Μέσα της ευχόταν να
μην είχε ξυπνήσει εν μέρει από αυτόν τον λήθαργο. Σκεφτόταν πώς θα έμοιαζε
άραγε ο πραγματικά ο θάνατος, ίσως να ήταν πιο σκοτεινός από αυτόν που είχε
ονειρευτεί! Σκέψεις πολλές αλλά σακατεμένες, δεν μπορούσε να σκεφτεί καθαρά
ακόμα και δεν ήταν σε θέση να καταλάβει τι είναι πραγματικό και τι όχι!
Το βλέμμα της ήταν
προσηλωμένο σε ένα συγκεκριμένο σημείο ενώ ένα συγκρατημένο γέλιο ξεγλίστρησε
από τα χείλη της. Ο Ιάκωβος την κοίταξε χαρούμενος.
«Έτσι σε θέλω άγγελε μου, να γελάς!»
«Σε θυμάμαι να στέκεσαι στο σημείο εκείνο που τώρα βρίσκεται
το φέρετρο, και να μου κάνεις γκριμάτσες, την μέρα του γάμου μας!»
Ο Ιάκωβος την
κοίταξε με περιέργεια κι έπειτα γύρισε το βλέμμα του προς το φέρετρο. Ξαφνικά
μέσα του αισθάνθηκε ένα κενό και ευθύς μια ανατριχίλα διαπέρασε όλο του το είναι!
Παγωμένες σταγόνες άρχισαν να πιτσιλούν το πρόσωπο του, κοίταξε ψηλά και με
τρόμο είδε την τοιχογραφία να παραμορφώνεται ενώ τα χρώματα να υγροποιούνται
και να στάζουν πάνω του σαν βροχή!
Η Πέρσα είχε
μείνει στην ίδια απαράλλαχτη θέση δίχως να ενοχλείται από την ταραχή του
Ιακώβου, στου οποίου τα μάτια όλα πια φάνταζαν ένας ζωντανός εφιάλτης! Μια σκιά
κάλυψε όλο τον χώρο και σύντομα ολόκληρη η τοποθεσία άλλαξε… Ο Ιάκωβος βρέθηκε σε ένα πελώριο πανέμορφο
κήπο, τιτιβίσματα ακούγονταν από τις φυλλωσιές των δέντρων ενώ διάφορες
φιγούρες τον προσπερνούσαν με τρομερή ταχύτητα!
«Μην παραξενεύεσαι…», του λέει ένας πανέμορφος νέος που ήρθε
και στάθηκε δίπλα του, «δεν το ζεις πρώτη φορά αυτό!»
«Ποιο; Τι εννοείς;»
«Το μυαλό μπορεί να παίξει φοβερά παιχνίδια!»
Ο Ιάκωβος έμεινε
να τον κοιτάζει με έκπληξη. Ο νέος ευθύς του έκανε νόημα να κοιτάξει πίσω του.
Ήταν η Πέρσα, την οποία εκείνος την έβλεπε από ψηλά, σαν να βρισκόταν ο ίδιος
μέσα στην τοιχογραφία, όπου έκλεγε με λυγμούς, μα εκείνος δεν μπορούσε να
καταλάβει τον λόγο!
«…Οι κακές μνήμες πάντα ξεθωριάζουν εδώ!»
«Που εδώ; Τι εννοείς από πριν; Που βρίσκομαι;!»
«Στην άλλη ζωή… του άλλου κόσμου!»
Τα μάτια του
βούρκωσαν καθώς μνήμες οδυνηρές άρχισαν να επανέρχονται στο μυαλό του σαν
αστραπιαίες λάμψεις φωτός.
«Είμαι νεκρός;!»
«Στην ουσία όχι, αλλά έτσι συνηθίζετε να το λέτε εσείς οι
θνητοί!»
«Μα η Πέρσα ήταν…»
«Η Πέρσα δεν ήταν… Δεν έφυγε ποτέ Ιάκωβε! Εσύ έφυγες από τον
κόσμο τους πριν 40 μέρες… τόσες είναι οι μέρες που η ψυχή περιπλανιέται στην γη
για να αποχαιρετίσει, να θυμηθεί αλλά και για να ξεχάσει…»
«Και όσα έζησα;»
«Έζησες αυτά που ήθελες να ζήσεις… ¨το μυαλό μπορεί να
παίξει φοβερά παιχνίδια¨ Στην προσπάθεια σου να ξεχάσεις και να ξεφύγεις από
την θλίψη του θανάτου, έπλασες τον δικό σου κόσμο! Έβλεπες όσα κι ότι εσύ
ήθελες να δεις! Αυτή είναι μια οδός για όσους δεν αντέχουν…»
Ο Ιάκωβος
μουδιασμένος από τα λόγια του νέου, γονάτισε και κράτησε το κεφάλι του που το
αισθανόταν πλέον βαρύ, μα ο νέος τον άγγιξε στον ώμο και του έκανε νόημα να
σηκωθεί.
«Πρέπει να φύγουμε Ιάκωβε, ο χρόνος σου εδώ τελείωσε!»
«Που θα πάμε;»
«Προς το παρόν να περάσεις την μέση Κρίση της ψυχής σου! Το
μετά είναι μια μεγάλη έκπληξη για όλους σας!»
Ένα γαλήνιο,
εκθαμβωτικό φως έλαμψε από το πουθενά. Ο νέος πήρε από το χέρι τον Ιάκωβο και
τον οδήγησε στην πύλη του Φωτός. Εκείνος με δέος και έκπληξη, είδε μπροστά του
να ξετυλίγεται η ζωή του ολόκληρη σαν να έβλεπε ταινία!
«40 μέρες…40 μέρες η ζωή μου όλη…!!!», μονολόγησε κι αμέσως
άφησε ένα αμυδρό χαμόγελο να σχηματιστεί στο πρόσωπο του…
Συγγραφέας: Μάνος Σφυράκης - φοιτητής Tabula Rasa
Απλά υπέροχο!Σε ταξιδεύει σε δυο παράλληλους κόσμους. Της ζωής και της λύτρωσης. Γιατί έτσι μοιάζει ο θάνατος στο δικό μου βλέμμα.
ΑπάντησηΔιαγραφή