Κοντά στους πρόποδες ενός ψηλού βουνού
ζούσε μια οικογένεια. Λεγόταν Μαυρομάτη. Η μαμά ήταν ράφτρα και ο μπαμπάς ήταν
ο δήμαρχος του χωριού. Τα οχτώ παιδιά τους ζούσαν μαζί με τους γονείς. Όλοι οι
κάτοικοι ξέρανε τη μεγάλη ατυχία της οικογένειας Μαυρομάτη και τους λυπούνταν.
Τα παιδιά τους δε μπορούσαν να παντρευτούν και έτσι οι έξι κόρες τους έμειναν
γεροντοκόρες και τα δύο αγόρια γεροντοπαλίκαρα.
Ένα δροσερό πρωινό ακούστηκε κραυγή μιας
γυναίκας, κάτοικου του χωριού. Όλοι έτρεξαν για να δουν τι συνέβη. Είδαν...
το γιο της νεκρό στο κρεβατάκι του. Ήταν μόλις δύο μηνών και η καρδιά του είχε σταματήσει. Ο τοπικός γιατρός που τον εξέτασε είπε πως η αιτία του θανάτου ήταν ο πνιγμός. Όλοι κάτοικοι σοκαρίστηκαν από το συμβάν και κάλεσαν να γίνει συνέλευση. Μετά από πολύωρη συζήτηση δεν κατέληξαν πουθενά, ούτε ήξεραν ποιον να υποψιαστούν. Τότε σηκώθηκε η γυναίκα, της οποίας πέθανε το βρέφος, και είπε:
το γιο της νεκρό στο κρεβατάκι του. Ήταν μόλις δύο μηνών και η καρδιά του είχε σταματήσει. Ο τοπικός γιατρός που τον εξέτασε είπε πως η αιτία του θανάτου ήταν ο πνιγμός. Όλοι κάτοικοι σοκαρίστηκαν από το συμβάν και κάλεσαν να γίνει συνέλευση. Μετά από πολύωρη συζήτηση δεν κατέληξαν πουθενά, ούτε ήξεραν ποιον να υποψιαστούν. Τότε σηκώθηκε η γυναίκα, της οποίας πέθανε το βρέφος, και είπε:
«Κάποιος από τους Μαυρομάτηδες ήταν! Δε μπορούν να παντρευτούν και να κάνουν
παιδιά, και έτσι θέλουν να μας εκδικηθούν!»
Το πλήθος ταράχτηκε, ομιλίες
διασκορπίστηκαν σαν το βουητό των μελισσών.
«Κάτοικοι της μικρής Προποδούσας!»,
ακούστηκε δυνατά η φωνή του πιο γηραιού του χωριού, του Αναστάση, ο οποίος
καθόταν σιωπηλός τόση ώρα:
«Ηρεμήστε! Δεν ήταν οι Μαυρομάτηδες».
Όλα τα κεφάλια
γύρισαν προς εκείνον και ερωτήσεις έπεσαν σαν βροχή:
«Τι λέτε γέροντα
Αναστάση;»
«Τότε ποιος ήταν;»
«Τι ξέρετε;».
«Άδικα κατηγορείτε την οικογένεια
Μαυρομάτη, φτάνει τα όσα ήδη περνάνε.. Πρέπει να ξέρετε πως δεν είναι τυχαίο που
δε μπορούν να παντρευτούν τα παιδιά τους». Οι κάτοικοι κοιτούσαν ο ένας τον
άλλον με απορία. «Όλα άρχισαν πριν από εβδομήντα χρόνια… Μια γυναίκα που ζούσε εδώ, στην Προποδούσα, είχε κάνει ένα εξώγαμο παιδί με
έναν παντρεμένο και οι τότε προποδουσιώτες την καταδίκασαν σε θάνατο, όπως και
το δίμηνο παιδί της, γιατί είχε ατιμάσει το χωριό τους. Εκείνη η γυναίκα έδωσε
την κατάρα της πριν πεθάνει, πως η ψυχή της δε θα ηρεμούσε μέχρι να τους
εκδικηθεί. Καταράστηκε να ερημωθεί το χωριό μας και να μη μείνει κανένας
απόγονος. Έτσι, αν βρεθεί πνιγμένο νεογέννητο σε κάποια οικογένεια, είναι
σημάδι πως δε θα παντρευτούν τα υπόλοιπα παιδιά τους, δε θα κάνουν απογόνους
και έτσι θα χαθεί. Αυτό έπαθαν οι Μαυρομάτηδες, έχασαν το ένατο παιδί τους και
τώρα κινδυνεύουν να χαθούν, ακριβώς όπως οι οικογένειες των Ασπροφρύδων, των
Καστάνηδων, των Πυράδων κι άλλων που δεν υπάρχουν πια», αναστέναξε και πρόσθεσε:
«Λένε, πως το πνεύμα αυτής της γυναίκας στραγγαλίζει τα μωρά».
Μόλις άκουσαν τον γέροντα, όλοι οι
κάτοικοι ξεσηκώθηκαν φωνάζοντας ότι η κατάρα έπρεπε να λυθεί, πως δε γίνεται να
χάνονται με αυτόν τον τρόπο οι οικογένειές τους. Ο Αναστάσης τους είπε πως τη
λύση μπορεί να δώσει μόνο η μάγισσα Φατίμα που ζούσε πάνω ψηλά στο βουνό. Όλοι
την ξέρανε και όλοι την φοβούνταν. Ο δήμαρχος αμέσως προσφέρθηκε να πάει να
επισκεφτεί τη μάγισσα. Ο γέροντας όμως τον σταμάτησε λέγοντας πως το δρόμο προς
το σπίτι της μάγισσας θα έβρισκε μόνο μια νεαρή κοπέλα που είχε αγνή και
γενναία ψυχή. Είπε, πως πολλές πήγαν και ποτέ δε γύρισαν.
«Θα πάω εγώ»,
ακούστηκε κάποια μέσα στο πλήθος.
Όλοι γύρισαν και είδαν την πρωτότοκη κόρη του
δήμαρχου, την Κρυσταλλία.
«Όχι!», είπαν με μια φωνή οι γονείς της.
Η κοπέλα
επέμενε, είπε πως μπορεί να το κάνει και πως έπρεπε να σωθεί η Προποδούσα.
Κανείς από την οικογένειά της δεν κατάφερε να την αποτρέψει, η Κρυσταλλία είχε
πάρει την απόφαση.
Νωρίς το πρωί ξεκίνησε
το ταξίδι της. Η μητέρα της και οι αδερφές της την αποχαιρέτησαν με κλάματα και
ο πατέρας της, ο δήμαρχος, και οι δύο αδελφοί της, στέκονταν αμίλητοι και
λυπημένοι. Όλοι οι κάτοικοι της ευχήθηκαν καλή τύχη και να επιστρέψει σώα και
αβλαβής. Η Κρυσταλλία πήρε το μικρό σάκο της και δε γύρισε να κοιτάξει πίσω.
Ώρες ανέβαινε το βουνό, έβλεπε όμορφα
πουλιά στα κλαδιά, σκαντζόχοιρους να την παρατηρούν με περιέργεια, σκίουρους να
τρέχουν γρήγορα πάνω στους κορμούς δέντρων. Κάποια στιγμή το δάσος έγινε πολύ
ήσυχο, κανένα ζωντανό δεν υπήρχε τριγύρω. Την έπιασε μια ανησυχία, καταλάβαινε
πως ήταν κοντά στο σπίτι της μάγισσας. Έκατσε για να ξεκουραστεί, όταν είδε ένα
ελάφι να πλησιάζει. Παραξενεύτηκε που δεν τη φοβόταν. Το ζώο έκατσε δίπλα της
και η κοπέλα του έδωσε λίγο από το ψωμί της. Εκείνο έφαγε και μετά
εξαφανίστηκε. Χαμογέλασε και σηκώθηκε να συνεχίσει το ταξίδι της. Βγήκε σε ένα
λιβάδι, είδε κάτι να είναι πεσμένο. Γρήγορα το πλησίασε, ήταν ένα τσακάλι, πολύ
αδύναμο και ανάσαινε βαριά. Τότε έβγαλε νερό από την τσάντα της και του έδωσε
να πιεί. Εκείνο την κοίταξε με ευγνωμοσύνη, σηκώθηκε στα πόδια και με αργά
βήματα εξαφανίστηκε στα δέντρα. Η Κρυσταλλία ήταν χαρούμενη που βοήθησε το ζώο
και ακολούθησε την ίδια πορεία με αυτό. Περπάτησε για αρκετή ώρα, όταν είδε
μπροστά της ένα δέντρο που είχε όλων των ειδών τα φρούτα - μήλα, αχλάδια,
δαμάσκηνα, κεράσια και άλλα πολλά που δεν τα αναγνώριζε. Πλησίασε και έκοψε ένα
από τα αχλάδια. Ξαφνικά εμφανίστηκε ένα πουλί και έκατσε πάνω σε ένα από τα
κλαδιά. Κοιτούσε το αχλάδι με λαχτάρα. Η κοπέλα το λυπήθηκε και άπλωσε το
φρούτο προς το πουλί. Εκείνο έκανε μερικές δαγκωματιές και πέταξε ψηλά. Γέλασε
με την ψυχή της, για άλλη μια φορά χάρηκε που βοήθησε. Περπάτησε για ακόμη μια
μέρα, ξεκουραζόταν κάπου-κάπου, δεν είδε πια κανένα ζώο. Αναρωτιόταν που ήταν η
μάγισσα και γιατί δεν έβρισκε το σπίτι της. Έφτασε ψηλά στο βουνό και έκατσε
σκεφτική κάτω από μια βελανιδιά. Άρχισε να ανησυχεί πως δε θα μπορούσε να
εκπληρώσει την αποστολή της και να σώσει το χωριό της από την κατάρα.
Απογοητευμένη ξεκίνησε το ταξίδι της επιστροφής. Τι θα έλεγε στους συγχωριανούς
της; Τι θα έλεγε στην οικογένειά της; Θα έμεναν για πάντα ανύπαντρα τα αδέρφια
της. Την ίδια δεν την απασχολούσε τόσο, αλλά ήξερε πόσο το ήθελαν οι γονείς της
και τα ίδια τα αδέρφια της. Και τι θα απογινόταν και εκείνη καημένη γυναίκα που
έχασε το μωρό της; Σκεφτόταν, όλο σκεφτόταν και δεν είχε να δώσει καμία
απάντηση.
Έφτασε στους πρόποδες του βουνού και ήταν
ήδη κοντά στο χωριό, όταν είδε μια γιαγιά να μαζεύει άχυρο σε ένα από τα
χωράφια. Την πλησίασε και τη βοήθησε να φορτώσει το άχυρο στο κάρο της. Η
γιαγιά της πρόσφερε να φάει μαζί της. Έκατσαν οι δύο τους και έτρωγαν στη
σιωπή. Κάποια στιγμή τη ρώτησε η γιαγιά από που ερχόταν και η Κρυσταλλία της
είπε την ιστορία. Εκείνη χαμογέλασε όταν είδε πόσο απογοητευμένη ήταν η κοπέλα.
«Έχεις όντως αγνή και γενναία ψυχή», είπε και χάιδεψε τις πλεξούδες της.
«Ναι,
αλλά αυτό δε βοήθησε να βρω τη μάγισσα.. Και τώρα τι θα απογίνει το χωριό μας;»,
είπε κοιτάζοντας τα σπίτια που ήταν μακριά.
«Πήγαινε τώρα και θα σκοτεινιάσει
σύντομα».
Η γιαγιά σηκώθηκε έτοιμη να φύγει και η ίδια. Η κοπέλα την κοίταξε με
απορία.
«Εσείς ποια είστε; Σε ποιο σπίτι μένετε;»
«Εγώ δε μένω μέσα στο χωριό
εδώ και πολλά χρόνια»
Η ηλικιωμένη γυναίκα δεν είπε τίποτα άλλο. Τότε η κοπέλα
την ευχαρίστησε και κατευθύνθηκε προς το σπίτι της. Χτύπησε τη πόρτα και της
άνοιξε ένας άνδρας άγνωστος. Τον ρώτησε ποιος ήταν και εκείνος απάντησε πως
ήταν ο κύριος του σπιτιού. Η Κρυσταλλία σάστισε, τον ρώτησε που ήταν οι γονείς
της και τα αδέρφια της. Εκείνος δεν καταλάβαινε για ποιους μιλούσε, μέχρι που η
κοπέλα είπε το όνομα του πατέρα της.
«Δήμαρχος Λευτέρης Μαυρομάτης;»
Τότε άνοιξε τα
μάτια του διάπλατα ο άγνωστος άνδρας, την κοίταξε από πάνω ως κάτω.
«Είστε
σίγουρη ότι μιλάτε για εκείνον; Εκείνος πέθανε πριν από... 95 χρόνια.. Ήταν ο
προ-παππούς μου και ο δήμαρχος τώρα είναι ο ξάδερφός μου, ο Νικόλαος
Μαυρομάτης».
Η Κρυσταλλία έμεινε κοιτάζοντάς τον άναυδη.
«95 χρόνια; Τι λέτε;
Έλειψα μόνο δώδεκα μέρες...πως έγινε αυτό;...»
Και τότε παρατήρησε πως το σπίτι
δεν ήταν το ίδιο, βαμμένο με άλλο χρώμα. Κοίταξε γύρω και είδε όλα τα σπίτια
διαφορετικά και τους κάτοικους ντυμένους αλλιώς. Βάδισε προς την πλατεία και
έκατσε στα σκαλιά του κάποτε δημαρχείου που τώρα ήταν ένα ψηλό άσπρο κτίριο.
Εκείνη την ώρα συνειδητοποίησε τι έλεγε ο άνδρας. Για να είναι απόγονος του
μπαμπά της, τότε τα αδέρφια της παντρεύτηκαν, έκαναν παιδιά. Η ψυχή της
ηρέμησε, κατάλαβε πως έλυσε την κατάρα και το χωριό της σώθηκε, αν και δεν
καταλάβαινε πως. Παρατήρησε ένα γυναικείο άγαλμα στην μέση της πλατείας. Το
πλησίασε, είχε μια επιγραφή πάνω:
«Κρυσταλλία Μαυρομάτη. Λέγεται πως έσωσε την
Προποδούσα από την κατάρα που βασάνιζε για χρόνια τις οικογένειες του χωριού,
όταν χάθηκε για πάντα στα δάση του βουνού αναζητώντας τη μάγισσα Φατίμα.»
Η κοπέλα
ξέσπασε σε κλάματα όταν συνειδητοποίησε ότι το δάσος ήταν μαγεμένο και σκέφτηκε
πόσο θα υπέφεραν οι γονείς της νομίζοντας πως είχε πεθάνει.
«Μην κλαις μικρή
μου», άκουσε μια φωνή, γύρισε και είδε μέσα από τα θολά της μάτια τη γιαγιά από
το χωράφι.
«Εσύ ήσουν!», φώναξε και συνέχιζε να κλαίει ακόμα πιο πολύ.
Η μάγισσα
Φατίμα μίλησε:
«Έδειξες γενναιότητα και καλοσύνη προς όλα τα ζώα, στα οποία
είχα μεταμορφωθεί. Εκπλήρωσες την αποστολή που καμία δεν κατάφερε πριν από
σένα. Όσες το επιχείρησαν, αποδείχτηκαν είτε δειλές είτε τσιγκούνες είτε
σκληρόκαρδες. Και εγώ το μόνο που ζητούσα είναι μια ψυχή σαν τη δική σου».
«Θα πάρεις τη ζωή μου έτσι δεν είναι;»
«Η ζωή σου έχει τελειώσει εδώ
και πολύ καιρό όταν την πήρε ο ίδιος ο χρόνος», απάντησε η μάγισσα καθώς
εξαφανιζόταν στο σκοτάδι.
Το επόμενο πρωί οι κάτοικοι του χωριού
βρήκαν μια άγνωστη κοπέλα δίπλα στο άγαλμα. Η καρδιά της είχε σταματήσει και το
πρόσωπό της ήταν ολόιδιο με το πρόσωπο του αγάλματος...
Συγγραφέας: Ναταλία Dalheimer - φοιτήτρια Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου