Μήπως ήρθε η ώρα να γράψεις τη δική σου ιστορία;

Δευτέρα 27 Μαΐου 2013

"Η ιστορία μιας φωτογραφίας" του Μάνου Σφυράκη

     Η Αρετή πήρε την φωτογραφία στα χέρια της και την κοίταζε επίμονα. Τα ελαφρώς ρυτιδιασμένα και βουρκωμένα της μάτια, μιλούσαν από μόνα τους… Η φωτογραφία αυτή δεν έπρεπε να υπάρχει, έπρεπε να είχε καεί στην φωτιά μαζί με όλα τα υπόλοιπα ανεπιθύμητα αναμνηστικά. Εκείνη όμως για κάποιο λόγο είχε αποφασίσει να την κρατήσει, ακόμα κι αν το κύριο πρόσωπο σ’ αυτή ήταν η αδερφή της η Έλλη...

     «Μια εικόνα ίσον χίλιες λέξεις», σκέφτηκε η Αρετή ενώ άρχισε να θυμάται όλα όσα συνέβησαν αφότου τραβήχτηκε η φωτογραφία… Το πρόσωπο της Έλλης ήταν σκοτεινό ενώ το βλέμμα της είχε χαθεί κάπου στο άπειρο. Οι σκέψεις τις σαν τρομαγμένα πουλιά ταξίδευαν σ’ άλλους κόσμους, σε ένα όνειρο που μέσα της ευχόταν να μπορούσε να βγει αληθινό. Η καρδιά της, πάλευε να παραμείνει σκληρή σαν πέτρα - ούτε έναν στεναγμό - όμως ο νους, σαν ένας άλλος σύμβουλος, της έλεγε να φύγει εκείνη την ίδια στιγμή που χόρευε τον χορό τις θλίψης, λίγο πριν φτάσει στα σκαλιά της Εκκλησίας.

     Όδευε σ’ ένα γάμο που η ίδια απεχθανόταν και μετάνιωνε την ώρα και την στιγμή που δεν κλέφτηκε με τον Γιώργο όταν μπορούσε. Τώρα πια, είχε πέσει θύμα του πατροπαράδοτου προξενιού, ενώ ο αγαπημένος της  βρισκόταν κάπου εκεί έξω να την περιμένει να επιστρέψει ξανά στην ζεστή αγκαλιά του.
Ο αδερφός της ο Αντώνης, ήξερε για τον έρωτα της με τον Γιώργο και η ψυχή του σπάραζε από τη θλίψη, αφού ο Γιώργος ήταν φίλος του και τον εκτιμούσε πολύ, όταν όμως ο πατέρας έχει τον κύριο λόγο, σ’ ένα τέτοιο λεπτεπίλεπτο θέμα όπως ο γάμος της κόρης του, όλοι σωπαίνουν! Ακόμα και η ίδια η Αρετή, αν και μικρότερη, μπορούσε να αισθανθεί την εσωτερική αγανάκτηση της Έλλης, αφού τα μάτια της ήταν καρφωμένα πάνω στην αδερφή της και όχι στην ουρά του νυφικού, που σερνόταν στην βρωμιά…

     Οι τρεις αδερφές του γαμπρού δε, ήταν καταχαρούμενες και καμάρωναν την νύφη που χόρευε κι ας είχε παγώσει το χαμόγελο στα χείλη της. Η μια έλεγε στην άλλη που και που « Αγχωμένη θα είναι»  ή «Κοίτα την μωρέ, από την αγωνία της ούτε που γελάει». Δεν είχαν όμως την παραμικρή ιδέα πως η Έλλη ήταν μια κινούμενη ωρολογιακή βόμβα, που από στιγμή σε στιγμή θα εκρηγνυόταν, αφήνοντας πίσω της μόνο απομεινάρια του γάμου ετούτου.

      Η ώρα ήταν πέντε και μισή και ο ήλιος είχε ήδη δύσει, δίνοντας στα σύννεφα του ορίζοντα ένα πορφυρό χρώμα. Η καμπάνα της Εκκλησίας χτύπησε μια φορά και ο Μιλτιάδης, ο γαμπρός, κοίταξε το ρολόι του καμπαναριού με ανυπομονησία. Η νύφη είχε αργήσει αρκετά και όλοι οι καλεσμένοι είχαν αρχίσει να αναρωτιούνται αν είχε συμβεί κάτι. Πολύ σύντομα όμως η απορία αυτή τους λύθηκε, και μια έκφραση θαυμασμού άρχισε να ζωγραφίζετε στα πρόσωπα τους, όταν είδαν την νύφη με την συνοδεία της να ξεπροβάλουν από το δρομάκι που οδηγούσε στην Εκκλησία. Όλοι την χειροκροτούσαν και θαύμαζαν το στολισμό της, όμως εκείνη έδειχνε να αδιαφορεί, αφού είχε χαμηλώσει το βλέμμα της στο τσιμεντένιο μονοπάτι. Περπατούσε, σαν υπνωτισμένη, ακολουθώντας τα βήματα εκείνων που την συνόδευαν, όμως μόλις έφτασε στα σκαλοπάτια που θα την οδηγούσαν κατευθείαν στο πλευρό του Μιλτιάδη, σταμάτησε και μαζί της σταμάτησε κι ο υπόλοιπος κόσμος. Τα πάντα πάγωσαν γύρω της, τα πόδια της αδυνατούσαν να κάνουν άλλο βήμα παραπέρα και η καρδιά της άρχισε να πάλλεται σαν μια άλλη τεκτονική πλάκα, που ετοίμαζε το σώμα της ολόκληρο να διαδεχτεί μια τρανταχτή σεισμική δόνηση. Με πρόσωπο χλωμό και έκφραση χαμένου ανθρώπου, γύρισε αργά και κοίταξε πίσω της για μια τελευταία φορά. Το βλέμμα της έτρεχε βιαστικά πάνω σε κάθε πρόσωπο, ψάχνοντας να βρει αυτό το κάτι που θα την βοηθούσε να κάνει ένα βήμα πιο πέρα ή να τρέξει μακριά από αυτόν τον εφιάλτη που ζούσε. Το φως από την Εκκλησία μπορεί να μην ήταν αρκετά έντονο όμως μπορούσε να ξεχωρίσει το κάθε πρόσωπο στο πλήθος.

     Κι όμως, η ζωή για μια στιγμή της χαμογέλασε. Το θλιμμένο βλέμμα της γαντζώθηκε στο επίμονο βλέμμα ενός νέου που βρισκόταν στο τέλος της κοσμοσυρροής. Ήταν ο Γιώργος, ο όποιος έμοιαζε σαν γυαλί σπασμένο και διάσπαρτο. Η αδύναμη φλόγα μέσα της φούντωσε μονομιάς και η όψη της φωτίστηκε.

     Δεν την είχε ξεγράψει, την αγαπούσε ακόμα και είχε έρθει για να την βοηθήσει να περάσουν κι αυτή την απρόσμενη φουρτούνα μαζί. Αυτές οι σκέψεις, κι άλλες τόσες άρχισαν να περνάνε από το συναισθηματικά φορτισμένο μυαλό της… Τα πρώτα δάκρυα χαράς κύλησαν απαλά στα ροδισμένα μάγουλα της, ενώ ένα αμυδρό χαμόγελο ξεγλίστρησε από τα στεγνά χείλια της, στο οποίο ο Γιώργος ανταποκρίθηκε ευθύς. Δίχως ίχνος δισταγμού, άρχισε να περπατάει προς το μέρος της, προσπερνώντας στο διάβα του γνωστούς συγχωριανούς του και φίλους που τον κοιτούσαν έκπληκτοι. Η Έλλη, επιτέλους είχε βρει το κουράγιο να κάνει το επόμενο της βήμα, μόνο που αυτό τύγχανε να είναι προς τα πίσω και όχι μπροστά…

     Ο Μιλτιάδης σάστισε και προσπάθησε να την ακολουθήσει, όμως ο Αντώνης τον σταμάτησε και του είπε να κάνει πίσω. Ένα βουητό ομιλιών ξέσπασε ξαφνικά μέσα από τον πλήθος, καθότι όλοι προσπαθούσαν να καταλάβουν τι ακριβώς είχε συμβεί. Πριν προλάβει ο πατέρας της ή οποιοσδήποτε άλλος να αντιδράσει, η Έλλη πέταξε την ανθοδέσμη στο πλήθος, μαζί με το πέπλο της και έφυγε με τον αγαπημένο της πιασμένοι χέρι-χέρι.

      Αρκετό καιρό αργότερα, η Αρετή έδειξε στον πατέρα της την φωτογραφία που είχε βγάλει ο πρώτος τους ξάδερφος, τότε στο σπίτι, όταν ετοίμαζαν την Έλλη και χόρευαν. Δεν κρατήθηκε και έσπασε. Τα δάκρυα του έπεφταν πάνω στην φωτογραφία καθώς την κοιτούσε, ενώ με πικρία είχε μείνει να κοιτάει το παγωμένο πρόσωπο της κόρης του, που είχε σεβαστεί τον λόγο του, και έκανε κατά γράμμα ότι της είχε ζητηθεί δίχως άλλη κουβέντα. Δεν μπορούσε να συγχωρέσει τον εαυτό του, που παραλίγο να οδηγήσει την κόρη του την ίδια στην δυστυχία… Ποτέ του δεν είχε καταλάβει πόσο πολύ αγαπούσε τον Γιώργο, μα έπειτα από εκείνη την θαρραλέα κίνηση και των δύο, να κλεφτούν, συνειδητοποίησε το λάθος του. Δεν κάκιωσε στην κόρη του, ούτε και στον Γιώργο. Αν εκείνος μπορούσε να την κάνει ευτυχισμένη, αυτό του αρκούσε…

     Οι δύο ερωτευμένοι, αν και είχαν φύγει μακριά από το χωριό και είχαν εγκατασταθεί στην πόλη, γύρισαν ξανά μετά από καιρό για να πάρουν την ευχή από τους γονείς τους ώστε να παντρευτούν. Ενόσω βρίσκονταν ακόμα στην πόλη, δεν ξεχνούσαν να στέλνουν γράμματα στους δικούς τους και κάθε όποτε ευκαιρούσαν τους τηλεφωνούσαν, αφού δούλευαν σκληρά. Το θέμα με τον Μιλτιάδη, είχε ήδη ξεχαστεί, αφού ο ίδιος είχε καταφέρει να παντρευτεί κάποιαν άλλη, λίγο καιρό μετά τον αποτυχημένο γάμο.

     Ο Γιώργος με την Έλλη παντρεύτηκαν στην εκκλησία του χωριού δίχως άλλες αναστολές και λίγο καιρό αργότερα απόκτησαν ένα αγοράκι, τον Ανδρέα. Η Αρετή, είχε τον Γιώργο και την Έλλη σαν ίνδαλμα της, γιατί χάρις σ’ εκείνους, πίστεψε πως όλα μπορούν να αλλάξουν και πως πάντα πρέπει να κάνουμε αυτό που εμείς θέλουμε πραγματικά και όχι αυτό που οι άλλοι επιθυμούν… Η φωτογραφία έμεινε στην κατοχή της Αρετής, διότι για εκείνη σήμαινε πολλά. Με την φωτογραφία αυτή μεγάλωσε τον μικρό Ανδρέα λέγοντας του την ιστορία δυο νέων που κατάφεραν να ζήσουν τον έρωτα τους παρά τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν από τους γύρω τους αλλά κι από τις οικογένειες τους.

Συγγραφέας: Μάνος Σφυράκης - φοιτητής Tabula Rasa


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου