
από το πρώτο δευτερόλεπτο, που οι ηλιαχτίδες γαργαλούσαν τα βλέφαρά τους, μέχρι το τελευταίο, όταν το μεταξένιο πέπλο της νύχτας τα σφάλιζε με δύναμη, ήταν προκαθορισμένη και αυστηρά συγκεκριμένη. Κανείς δεν διαμαρτυρόταν, ούτε καν δυσανασχετούσε από την πλήξη και την συνήθεια. Όλοι ήταν ευχαριστημένοι, χαμογελούσαν συνεχώς, χόρευαν και τραγουδούσαν σε κάθε ευκαιρία καθώς αισθάνονταν τον μανδύα της Εστίας σαν κουκούλι να τους τυλίγει με ασφάλεια και θαλπωρή.



Στη συνέχεια οι κάτοικοι τους παρέδωσαν τα
κλειδιά ενός παλιού αρχοντικού, με την ονομασία Φκάγια. Η ξύλινη ταμπέλα με την
επιγραφή «Πωλείται» είχε σαπίσει
πολλές δεκαετίες νωρίτερα. Κανείς δεν ήθελε να το αγοράσει, με την φήμη της
περίεργης εξαφάνισης του πρώτου ιδιοκτήτη να το στοιχειώνει. Εντούτοις ήταν μια
ανάμνηση βαθιά θαμμένη στον χρόνο, που κανείς δεν σκάλιζε πια. Βρισκόταν κοντά
στη λίμνη, το ιδανικό μέρος για να ξεκουραστούν και να αναρρώσουν πλήρως οι
φιλοξενούμενοι. Εξάλλου χρειάζονταν μέρες για να επισκευάσουν τις σκούπες τους.
Οι κάτοικοι με την σειρά τους συνέχισαν την συνηθισμένη τους ζωή από το σημείο
που την είχαν αφήσει τελευταία, από την πτώση με άλλα λόγια των δυο φίλων.
Τίποτα δεν θύμιζε ότι κάποιοι ξένοι βρίσκονταν εκεί. Τα ονόματά τους θα τα
ξεχνούσαν σε λίγο καιρό. Ή έτσι τουλάχιστον νόμιζαν. Πόσο έξω έπεσαν! Ο
Μερκούριος και ο Νέπτονας θα φρόντιζαν να μην τους ξεχάσουν ποτέ. Το ζιζάνιο
της αταξίας φούντωνε μέσα τους ανεξέλεγκτα. Αφού συνήλθαν, κλείστηκαν στην
κουζίνα του αρχοντικού και άρχισαν να ψάχνουν βότανα και μαντζούνια για το
μαγικό τους φίλτρο, με το οποίο θα άλλαζαν περιστασιακά την ροή της
καθημερινότητας στη χώρα. Σκοπός τους ήταν να γελάσουν με τις αντιδράσεις των
κατοίκων στις άγνωστες έννοιες του αυθόρμητου και του απρόβλεπτου. Αργότερα με
το κατάλληλο αντίδοτο θα τους επανέφεραν στην αρχική τους ζωή.

Φουσκάλες και μπουρμπουλήθρες όλων των μεγεθών
σχηματίστηκαν στην επιφάνεια της ενώ αφροί και αναθυμιάσεις κάλυπταν την
κουζίνα. Η κουτάλα έβγαζε σπίθες από το γερό ανακάτεμα των υγρών, που κόχλαζαν
στη δυνατή φωτιά. Η συνταγή, αλάνθαστη για αιώνες, κόντευε να ολοκληρωθεί. Το
ίδιο και το αντίδοτο.
Χαρούμενος ο Νέπτονας βιάστηκε να
προσθέσει το τελευταίο βοτάνι. Ο Μερκούριος δεν τον πρόλαβε. Ήταν η στιγμή που
θα έλεγε τα μαγικά λόγια για να πάρει παχύρρευστη μορφή το μείγμα. Έκανε όμως
λάθος με την δοσολογία, ρίχνοντας στην κατσαρόλα περισσότερο. Πολύ περισσότερο
βοτάνι. Ο Μερκούριος ταράχθηκε. Γνώριζε καλά ότι η ακρίβεια στην ποσότητα των
υλικών ήταν το επτασφράγιστο μυστικό για να πετύχει ένα φίλτρο. Αυτό που δεν
γνώριζε ήταν η οδυνηρή συνέπεια της πράξης του φίλου του. Προσπάθησαν με αγωνία
να το αφαιρέσουν προτού λιώσει. Δεν τα κατάφεραν. Ήταν αργά. Ένας
τσιριχτός θόρυβος τους ανάγκασε να
κλείσουν με δύναμη τα αυτιά. Το υγρό έβραζε σαν θηρίο κλεισμένο στο κλουβί. Ο
Μερκούριος και ο Νέπτονας τότε συνειδητοποίησαν πόσο ανόητα και επιπόλαια
φέρθηκαν. Έτρεξαν προς την πόρτα για να γλιτώσουν. Μαύροι καπνοί έβγαιναν
ασυγκράτητοι από την κατσαρόλα σκοτεινιάζοντας την κουζίνα.
Χωρίς δυσκολία έσπασαν τα παράθυρα και
ξεχύθηκαν σαν κύματα στην πόλη. Οι κάτοικοι τρόμαξαν μπροστά στο πρωτόγνωρο για
αυτούς θέαμα. Κρύβονταν όπου έβρισκαν αλλά οι καπνοί τους ξετρύπωναν. Φωνές και
σπαραγμοί έκαναν τα ζώα να τραπούν άτακτα σε φυγή. Μάταια. Το βίαιο τέλος για
όλους ήταν δεδομένο. Τίποτα και κανείς δεν μπορούσε να ξεφύγει από την δίνη των
καπνών. Ούτε καν οι δυο φίλοι που βρέθηκαν τυλιγμένοι ασφυκτικά μέσα τους να
ικετεύουν για την ζωή τους. Άλλη φορά δεν θα ακουγόταν η φωνή τους.
Η ώρα περνούσε και το σκοτάδι της
δυστυχίας και της καταστροφής απλωνόταν παντού. Η Εστία, που επαναπαυόταν για
αιώνες στον αστερισμό της Ιστίας, διαισθάνθηκε το κακό και ξύπνησε απότομα. Ο
λήθαργός της έδινε ζωή στους κατοίκους όμως αυτό δεν ήταν αρκετό για να τους
προστατεύσει από το κακό. Έπρεπε να δράσει ακαριαία. Έκανε έφοδο στο αρχοντικό
της Φκάγια για να πετύχει τους καπνούς. Δεν τους βρήκε εκεί. Τριγύρισε στην
πόλη, μετρώντας θύματα. Η καρδιά της ράγισε από την θλίψη. Χωρίς δισταγμό τους
προσκάλεσε σε μονομαχία. Ήταν μια κίνηση, την οποία σίγουρα θα αποδέχονταν. Δεν
είχε άδικο. Η Εστία πάλεψε γερά εναντίον τους αλλά ο αγώνας αποδείχθηκε άνισος
για εκείνη. Το ήξερε άλλωστε από την πρώτη στιγμή. Η δύναμή της περιοριζόταν
στο να προσφέρει την ευτυχία και το καλό στους άλλους. Δεν θα κατάφερνε πολλά,
ούτε θα ζούσε για πολύ, όμως δεν την ένοιαζε. Λύγισε μόνο όταν στέρεψε μέσα της
η πνοή. Γρήγορα το μεγαλύτερο μέρος της χώρας ισοπεδώθηκε. Ερείπια, συντρίμμια
και μαράζωμα απλώνονταν μέχρι το τέλος του ορίζοντα. Τίποτα δεν υπήρχε που να
θυμίζει την ευημερία και την τύχη που γνώρισε κάποτε η Νορμάλιτη. Ή ακόμα και
την ίδια την ύπαρξη της.

Η ζωή θα γεννιόταν ξανά στη χώρα. Ίσως όχι σύντομα, αλλά θα γεννιόταν.
Αυτό ήταν σίγουρο. Και οι καπνοί δεν θα μπορούσαν αυτή την φορά να την
αποτρέψουν.
Συγγραφέας: Εύη Μαραγκουδάκη - φοιτήτρια Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου