Μια φορά και έναν καιρό στον εξωτερικό
φλοιό του πλανήτη Έριδα βασίλευε η Νορμάλιτη, η χώρα της απόλυτης τάξης και της
ασυνήθιστης ηρεμίας. Δεν έμοιαζε σε τίποτα με τις υπόλοιπες καθώς οι κάτοικοί
της, άνθρωποι, ζώα και φυτά, ακολουθούσαν πιστά σαν στρατιωτάκια τους νόμους
και τους κανόνες της Μέγιστης Δημιουργού, της Εστίας. Η ζωή τους...
από το πρώτο δευτερόλεπτο, που οι ηλιαχτίδες γαργαλούσαν τα βλέφαρά τους, μέχρι το τελευταίο, όταν το μεταξένιο πέπλο της νύχτας τα σφάλιζε με δύναμη, ήταν προκαθορισμένη και αυστηρά συγκεκριμένη. Κανείς δεν διαμαρτυρόταν, ούτε καν δυσανασχετούσε από την πλήξη και την συνήθεια. Όλοι ήταν ευχαριστημένοι, χαμογελούσαν συνεχώς, χόρευαν και τραγουδούσαν σε κάθε ευκαιρία καθώς αισθάνονταν τον μανδύα της Εστίας σαν κουκούλι να τους τυλίγει με ασφάλεια και θαλπωρή.
από το πρώτο δευτερόλεπτο, που οι ηλιαχτίδες γαργαλούσαν τα βλέφαρά τους, μέχρι το τελευταίο, όταν το μεταξένιο πέπλο της νύχτας τα σφάλιζε με δύναμη, ήταν προκαθορισμένη και αυστηρά συγκεκριμένη. Κανείς δεν διαμαρτυρόταν, ούτε καν δυσανασχετούσε από την πλήξη και την συνήθεια. Όλοι ήταν ευχαριστημένοι, χαμογελούσαν συνεχώς, χόρευαν και τραγουδούσαν σε κάθε ευκαιρία καθώς αισθάνονταν τον μανδύα της Εστίας σαν κουκούλι να τους τυλίγει με ασφάλεια και θαλπωρή.
Την αρμονία της ζωής τους έμελλε να
ταράξουν δυο νεαροί μαθητευόμενοι μάγοι, ο Μερκούριος και ο Νέπτονας, από την χώρα
της Μαγιξορκούπολης. Ήταν σκανδαλιάρηδες και ζωηροί, με έντονη περιέργεια για
οτιδήποτε το διαφορετικό. Έκαναν αστεία πειράγματα στους δασκάλους και
σκαρφίζονταν φάρσες με τους συμμαθητές τους. Στην τάξη ποτέ δεν πρόσεχαν γιατί
το μυαλό τους μαγείρευε ακατάπαυστα νέα ξόρκια και φίλτρα. Στο διάλειμμα
ξεφεύγοντας με πονηριά από τους άλλους, έπαιρναν τις μαγικές τους σκούπες για
τον γύρο της τροπόσφαιρας. Με βουτιές ανάμεσα στους υδρατμούς από τις θάλασσες
και τις λίμνες παρακολουθούσαν ενθουσιασμένοι τον αντικατοπτρισμό των αστεριών
αλλά και την περιστροφή των δορυφόρων.
Μια μέρα ξεκινώντας για την συνηθισμένη
βόλτα πρόσεξαν με την άκρη του ματιού τους διπλό ουράνιο τόξο. Πρώτη φορά
εμφανιζόταν στον ουρανό τέτοιο φαινόμενο. Οι δυο φίλοι στάθηκαν ακίνητοι να
χαζεύουν για ώρα τα εκπληκτικά χρώματά του. Πόσο πολύ εντυπωσιάστηκαν! Δεν το
πολυσκέφτηκαν. Αμέσως θέλησαν να το κυνηγήσουν. Κραυγές χαράς και ανυπομονησίας
συνόδευαν την πορεία τους. Ωστόσο χωρίς να το καταλάβουν, απομακρύνθηκαν
τελείως από την τροπόσφαιρα. Οι σκούπες τους άρχισαν να ταλαντεύονται πάνω-κάτω
από τις διαταράξεις του αέρα και την αύξηση της θερμότητας. Ανυπάκουες πλέον
στις διαταγές τους δεν ευθυγραμμίζονταν στην τροχιά του ήλιου. Έχαναν ύψος με
μεγάλη ταχύτητα. Οι δυο φίλοι πάλευαν να κρατηθούν γερά για να μην πέσουν.
Ζαλίζονταν πολύ. Φώναζαν βοήθεια αλλά κανείς δεν υπήρχε να τους ακούσει, πόσο
μάλλον να τους σώσει. Ξεστόμιζαν ξόρκια και φράσεις για να ξεφύγουν. Τίποτα
όμως δεν είχε αποτέλεσμα. Δεν ήξεραν τι άλλο να κάνουν. Κοίταζαν τριγύρω με
φόβο. Άγνωστα ουράνια σώματα ξεπρόβαλλαν σε ακανόνιστη σειρά. «Πού είχαν
βρεθεί;» αναρωτιόνταν με αγωνία. «Πού θα έπεφταν;» Αλίμονο, θα εξαφανίζονταν
και κανείς δεν θα τους αναζητούσε, μονολογούσαν με λύπη.
Αυτή ήταν και η τελευταία σκέψη τους,
προτού γκρεμιστούν σ’ ένα μέρος που ποτέ δεν είχαν φανταστεί. Ούτε το όνομά του
δεν είχαν αναφέρει. Άργησαν να συνέλθουν. Η ταραχή τους ήταν μεγάλη, όταν
ανοίγοντας τα μάτια, είδαν να στέκονται από πάνω τους κάποιοι άγνωστοι με
τεράστια χαμόγελα. Ήταν οι κάτοικοι της Νορμάλιτη. Τους εξήγησαν τα πάντα, ότι
δηλαδή είχαν καταλήξει στην στρατόσφαιρα, εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά από τον
κόσμο που γνώριζαν μέχρι τότε. Ο Μερκούριος δεν άντεχε να ακούσει περισσότερα.
Λαβωμένος καθώς ήταν από τα χτυπήματα πονούσε πολύ. Έκανε μια κίνηση να σηκωθεί
αλλά δεν τα κατάφερε. Ακόμα ζαλιζόταν. Δίπλα του ο Νέπτονας, κουλουριασμένος
σαν φίδι, έσφιγγε τα δόντια από τον πόνο. Εκείνος είχε τραυματιστεί σοβαρά. Οι
κάτοικοι τους μετέφεραν γρήγορα στο νοσοκομείο της πόλης για τις πρώτες
βοήθειες. Οι δυο φίλοι, αν και σε κατάσταση παραζάλης, δεν άργησαν να προσέξουν
την ιδιαιτερότητα της χώρας. Λέξη δεν είπαν. Απλώς κοιτάχθηκαν μεταξύ τους.
Αυτό έφτανε. Ήξεραν ποια θα ήταν η
επόμενη σκανδαλιά τους.
Στη συνέχεια οι κάτοικοι τους παρέδωσαν τα
κλειδιά ενός παλιού αρχοντικού, με την ονομασία Φκάγια. Η ξύλινη ταμπέλα με την
επιγραφή «Πωλείται» είχε σαπίσει
πολλές δεκαετίες νωρίτερα. Κανείς δεν ήθελε να το αγοράσει, με την φήμη της
περίεργης εξαφάνισης του πρώτου ιδιοκτήτη να το στοιχειώνει. Εντούτοις ήταν μια
ανάμνηση βαθιά θαμμένη στον χρόνο, που κανείς δεν σκάλιζε πια. Βρισκόταν κοντά
στη λίμνη, το ιδανικό μέρος για να ξεκουραστούν και να αναρρώσουν πλήρως οι
φιλοξενούμενοι. Εξάλλου χρειάζονταν μέρες για να επισκευάσουν τις σκούπες τους.
Οι κάτοικοι με την σειρά τους συνέχισαν την συνηθισμένη τους ζωή από το σημείο
που την είχαν αφήσει τελευταία, από την πτώση με άλλα λόγια των δυο φίλων.
Τίποτα δεν θύμιζε ότι κάποιοι ξένοι βρίσκονταν εκεί. Τα ονόματά τους θα τα
ξεχνούσαν σε λίγο καιρό. Ή έτσι τουλάχιστον νόμιζαν. Πόσο έξω έπεσαν! Ο
Μερκούριος και ο Νέπτονας θα φρόντιζαν να μην τους ξεχάσουν ποτέ. Το ζιζάνιο
της αταξίας φούντωνε μέσα τους ανεξέλεγκτα. Αφού συνήλθαν, κλείστηκαν στην
κουζίνα του αρχοντικού και άρχισαν να ψάχνουν βότανα και μαντζούνια για το
μαγικό τους φίλτρο, με το οποίο θα άλλαζαν περιστασιακά την ροή της
καθημερινότητας στη χώρα. Σκοπός τους ήταν να γελάσουν με τις αντιδράσεις των
κατοίκων στις άγνωστες έννοιες του αυθόρμητου και του απρόβλεπτου. Αργότερα με
το κατάλληλο αντίδοτο θα τους επανέφεραν στην αρχική τους ζωή.
«Πόσο
δημιουργικό είναι να εφευρίσκεις νέα παιχνίδια και κόλπα» αναφώνησε ο Νέπτονας όταν ανακάτευε τα διάφορα υλικά σε μια
τεράστια κατσαρόλα.
Φουσκάλες και μπουρμπουλήθρες όλων των μεγεθών
σχηματίστηκαν στην επιφάνεια της ενώ αφροί και αναθυμιάσεις κάλυπταν την
κουζίνα. Η κουτάλα έβγαζε σπίθες από το γερό ανακάτεμα των υγρών, που κόχλαζαν
στη δυνατή φωτιά. Η συνταγή, αλάνθαστη για αιώνες, κόντευε να ολοκληρωθεί. Το
ίδιο και το αντίδοτο.
Χαρούμενος ο Νέπτονας βιάστηκε να
προσθέσει το τελευταίο βοτάνι. Ο Μερκούριος δεν τον πρόλαβε. Ήταν η στιγμή που
θα έλεγε τα μαγικά λόγια για να πάρει παχύρρευστη μορφή το μείγμα. Έκανε όμως
λάθος με την δοσολογία, ρίχνοντας στην κατσαρόλα περισσότερο. Πολύ περισσότερο
βοτάνι. Ο Μερκούριος ταράχθηκε. Γνώριζε καλά ότι η ακρίβεια στην ποσότητα των
υλικών ήταν το επτασφράγιστο μυστικό για να πετύχει ένα φίλτρο. Αυτό που δεν
γνώριζε ήταν η οδυνηρή συνέπεια της πράξης του φίλου του. Προσπάθησαν με αγωνία
να το αφαιρέσουν προτού λιώσει. Δεν τα κατάφεραν. Ήταν αργά. Ένας
τσιριχτός θόρυβος τους ανάγκασε να
κλείσουν με δύναμη τα αυτιά. Το υγρό έβραζε σαν θηρίο κλεισμένο στο κλουβί. Ο
Μερκούριος και ο Νέπτονας τότε συνειδητοποίησαν πόσο ανόητα και επιπόλαια
φέρθηκαν. Έτρεξαν προς την πόρτα για να γλιτώσουν. Μαύροι καπνοί έβγαιναν
ασυγκράτητοι από την κατσαρόλα σκοτεινιάζοντας την κουζίνα.
Χωρίς δυσκολία έσπασαν τα παράθυρα και
ξεχύθηκαν σαν κύματα στην πόλη. Οι κάτοικοι τρόμαξαν μπροστά στο πρωτόγνωρο για
αυτούς θέαμα. Κρύβονταν όπου έβρισκαν αλλά οι καπνοί τους ξετρύπωναν. Φωνές και
σπαραγμοί έκαναν τα ζώα να τραπούν άτακτα σε φυγή. Μάταια. Το βίαιο τέλος για
όλους ήταν δεδομένο. Τίποτα και κανείς δεν μπορούσε να ξεφύγει από την δίνη των
καπνών. Ούτε καν οι δυο φίλοι που βρέθηκαν τυλιγμένοι ασφυκτικά μέσα τους να
ικετεύουν για την ζωή τους. Άλλη φορά δεν θα ακουγόταν η φωνή τους.
Η ώρα περνούσε και το σκοτάδι της
δυστυχίας και της καταστροφής απλωνόταν παντού. Η Εστία, που επαναπαυόταν για
αιώνες στον αστερισμό της Ιστίας, διαισθάνθηκε το κακό και ξύπνησε απότομα. Ο
λήθαργός της έδινε ζωή στους κατοίκους όμως αυτό δεν ήταν αρκετό για να τους
προστατεύσει από το κακό. Έπρεπε να δράσει ακαριαία. Έκανε έφοδο στο αρχοντικό
της Φκάγια για να πετύχει τους καπνούς. Δεν τους βρήκε εκεί. Τριγύρισε στην
πόλη, μετρώντας θύματα. Η καρδιά της ράγισε από την θλίψη. Χωρίς δισταγμό τους
προσκάλεσε σε μονομαχία. Ήταν μια κίνηση, την οποία σίγουρα θα αποδέχονταν. Δεν
είχε άδικο. Η Εστία πάλεψε γερά εναντίον τους αλλά ο αγώνας αποδείχθηκε άνισος
για εκείνη. Το ήξερε άλλωστε από την πρώτη στιγμή. Η δύναμή της περιοριζόταν
στο να προσφέρει την ευτυχία και το καλό στους άλλους. Δεν θα κατάφερνε πολλά,
ούτε θα ζούσε για πολύ, όμως δεν την ένοιαζε. Λύγισε μόνο όταν στέρεψε μέσα της
η πνοή. Γρήγορα το μεγαλύτερο μέρος της χώρας ισοπεδώθηκε. Ερείπια, συντρίμμια
και μαράζωμα απλώνονταν μέχρι το τέλος του ορίζοντα. Τίποτα δεν υπήρχε που να
θυμίζει την ευημερία και την τύχη που γνώρισε κάποτε η Νορμάλιτη. Ή ακόμα και
την ίδια την ύπαρξη της.
Οι μαύροι καπνοί αποτελειώνοντας το έργο
τους κοίταξαν γύρω με ικανοποίηση. Έκαναν καλή δουλειά, παραδέχθηκαν. Μια
υπόκωφη κραυγή από το αρχοντικό αντήχησε στα αυτιά τους. Η ώρα να αποχωρήσουν
με ύφος θριαμβευτή έφτασε. Δεν υπήρχε λόγος να μείνουν άλλο εκεί. Εξαφανίστηκαν
στο πουθενά, εκεί από όπου εμφανίστηκαν.
Ωστόσο αγνοούσαν κάτι πολύ σημαντικό, ότι χάθηκαν όλα εκτός από την ελπίδα.
Κάπου παραπέρα ανάμεσα σε σκόνη και πέτρες κάτι φάνηκε αχνά να φυτρώνει. Ήταν ο
σπόρος του λουλουδιού νάρκισσος από το δάκρυ της Εστίας, δευτερόλεπτα πριν κλείσει για πάντα τα μάτια
της.
Η ζωή θα γεννιόταν ξανά στη χώρα. Ίσως όχι σύντομα, αλλά θα γεννιόταν.
Αυτό ήταν σίγουρο. Και οι καπνοί δεν θα μπορούσαν αυτή την φορά να την
αποτρέψουν.
Συγγραφέας: Εύη Μαραγκουδάκη - φοιτήτρια Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου