Μήπως ήρθε η ώρα να γράψεις τη δική σου ιστορία;

Τετάρτη 15 Μαΐου 2013

"Το γιασεμί της αγάπης" της Εύης Μαραγκουδάκη


     Ο Ασήρ, γιος ενός σκλάβου, μεγάλωσε στις όχθες του Ευφράτη. Ήταν ένα παιδί χαρούμενο,  γεμάτο θέληση και όρεξη για ζωή παρά τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε η οικογένειά του. Την αυγή ξυπνούσε με το κελάηδισμα των πουλιών και το σύρσιμο των ερπετών στα ξερά και κιτρινισμένα φύλλα ενώ το βράδυ ξαπλωμένος στο χώμα έδινε ονόματα στα αστέρια. Δεν ήξερε γράμματα, αλλά αυτό δεν τον εμπόδιζε να έχει μοναδικούς κώδικες επικοινωνίας με τα ουράνια σώματα...


     Αδημονούσε να τους εξιστορεί κάθε κατόρθωμα στους αγρούς και να εκμυστηρεύεται τα πιο κρυφά του όνειρα, μέχρι τα βλέφαρα να βαρύνουν την ομιλία του. Η δροσούλα σαν απαλή κουβέρτα τον κάλυπτε προστατευτικά, χαζεύοντας για ώρα το χαμογελαστό και ήρεμο μουτράκι του, που φανέρωνε την αγνότητα της ψυχής και την καθαρότητα της καρδιάς του. Δυστυχώς όμως απέραντη θλίψη και απόλυτο σκοτάδι χρόνια αργότερα θα έτρωγαν σαν σαράκι τα σωθικά του.

     Έφηβος πια ο Ασήρ δεν είχε πολλές επιλογές από το να γίνει σκλάβος, σαν τον πατέρα του. Καθημερινά κόπιαζε αδιαμαρτύρητα στα αναχώματα για την ανέγερση των εξωτερικών τειχών  της Βαβυλώνας. Άλλωστε δεν τον φόβιζε η δουλειά, ήταν ικανός και σκληραγωγημένος. Με τα γεροδεμένα μπράτσα του μετέφερε τόσους πλίνθους και λάσπη όσο τέσσερις άνδρες μαζί, ξεχωρίζοντας αμέσως από τους υπόλοιπους. Σταματούσε μόνο για να ξεδιψάσει και να φάει ένα κομμάτι κρίθινο παξιμάδι. Αυτό αρκούσε για να συνεχίσει μέχρι το σούρουπο. Πόσο περήφανο έκανε τον πατέρα του! Πόσο καλά ένιωθε ο ίδιος, έστω κι αν λαχταρούσε κάτι άλλο. Κάτι πιο βαθύ, που θα έδινε στη ζωή του το νόημα που της άξιζε. Δεν γνώριζε τι ήταν αυτό, ούτε ήταν σε θέση να  προσδιορίσει την βαρύτητά του. Ήξερε όμως καλά ότι θα περίμενε υπομονετικά μέχρι να το ανακαλύψει. Η σκέψη αυτή του έδινε θάρρος και ελπίδα να σύρει το βάρος της σκληρά προδιαγεγραμμένης ζωής του.

     Η φήμη του έφτασε μέχρι το παλάτι, με τους υπηρέτες να μιλάνε για τον πρόθυμο και εργατικό σκλάβο. Ο μονάρχης Ναβουχοδονόσορ Β’, φιλόδοξος και πολύ ερωτευμένος με την γυναίκα του, Αμυίτιδα, θέλησε να της προσφέρει σαν δώρο έναν θαυμαστό κήπο με σκιερά δέντρα, πολύχρωμα λουλούδια και κελαρυστές πηγές με γάργαρο νερό, για να της θυμίζουν τους δασωμένους λόφους της πατρίδα της. Εκεί θα φύτευαν και τα οπωροκηπευτικά που συνήθιζε να τρώει.  Ήταν το λιγότερο που μπορούσε να κάνει για αυτήν. Το σχέδιο του, μεγαλεπήβολο και ταυτόχρονα δύσκολα εφαρμόσιμο, αψηφούσε τους νόμους της φύσης καθώς το έδαφος σκληρό και άγονο δεν ευνοούσε τέτοιου είδους επιχειρήματα. Γι’ αυτόν τον λόγο κάλεσε τους καλύτερους μαστόρους και τεχνίτες της χώρας, ανάμεσα τους και τον Ασήρ, για να αποτυπώσουν τα σχέδια. Οι στιγμές που βρισκόταν εκείνος στο παλάτι, αν και ελάχιστες ήταν τόσες, όσες χρειάζονταν για να ερωτευθεί παράφορα την βασίλισσα από τις επιτύμβιες στήλες στους διαδρόμους. Την φανταζόταν να κάθεται στον θρόνο πανέμορφη με επιδερμίδα λευκή σαν βαμβάκι και χείλη κατακόκκινα σαν φωτιά. Η ανάσα της γλυκιά θα μύριζε σίγουρα θυμαρίσιο μέλι και τα μαλλιά θα μοσχοβολούσαν λεμονανθούς και γιασεμί. Έμενε να χαζεύει και να ονειροπολεί με ανοιχτό το στόμα για ώρα, με κίνδυνο να κινήσει υποψίες. Όποτε χρειάστηκε, με ευστροφία ελίχθηκε στις αδιάκριτες ερωτήσεις των άλλων.

     Ο έρωτας που έτρεφε για την Αμυίτιδα άρχισε με τον καιρό να γίνεται εμμονή. Τα βράδια δεν έκλεινε μάτι στη θύμησή της και το χάραμα τον έβρισκε να παραμιλάει το όνομά της. Καταπονημένος και με πρησμένα μάτια εμφανιζόταν σαν σκιά του εαυτού του, σαν φάντασμα που δεν φοβόταν το λαμπερό φως της ημέρας. Η όψη του άλλαξε, σκλήρυνε από το πάθος και την αποθυμιά να την δει από κοντά. Διακινδύνευε την ύπαρξή του αλλά δεν τον ένοιαζε. Το μυαλό του έπαιζε περίεργα παιχνίδια και οι παραισθήσεις αλλοίωναν κάθε διαύγεια. Νόμιζε ότι την έβλεπε συνέχεια μπροστά, πίσω, δίπλα του να του σιγοψιθυρίζει λόγια αγάπης και παρηγοριάς. Να του χαϊδεύει στοργικά τα μαλλιά χαμογελώντας πονηρά. Να τον πλησιάζει, να του απλώνει τα χέρια και…  Και μετά τι; Τίποτα. Εκείνος άνοιγε την αγκαλιά του για να την καρφώσει στο στήθος ενώ εκείνη σαν καπνός, σαν σκόνη εξατμιζόταν στην ατμόσφαιρα. Ούτε  ίχνος της δεν έμενε. Στα αυτιά του αντηχούσε το όνομά της, σαν παιδικό νανούρισμα, σαν κάλεσμα επουράνιο, που όσο περνούσε όμως ο καιρός τρυπούσε τα τύμπανά του σαν μονότονο και εκκωφαντικό τσίρισμα. Αισθανόταν ιλίγγους και το κεφάλι του να στροβιλίζεται επικίνδυνα. Παραπατούσε και μπέρδευε τα βήματά του από την παραζάλη. Βροντοφώναζε ανερυθρίαστα τον καημό του, όπου περνούσε και όπου βρισκόταν, αψηφώντας κάθε κίνδυνο να γίνει γνωστό το πάθος του. Οι παλμοί της καρδιάς αυξήθηκαν κατακόρυφα, δεν μπορούσε να τους ελέγξει πλέον. Η ανάσα βαριά και ακανόνιστη πλάκωνε τους πνεύμονες, αφαιρώντας  την ζωντάνια και την έξαψη των νεανικών του χρόνων. Δεν έβρισκε άλλο λόγο για να ζήσει, παρά μόνο για εκείνη.

     Δεν πέρασε πολύς καιρός, όταν όλοι άρχισαν να αναρωτιούνται τι του συμβαίνει. Σταμάτησε να τρώει και κόκαλα ξεπετάγονταν από κάθε γωνιά του κορμιού του. Τα άλλοτε γεροδεμένα μπράτσα του συρρικνώθηκαν, ανίκανα να βαστάξουν το παραμικρό. Το πρόσωπο του αποστεώθηκε και τα μάτια κρύφτηκαν μέσα στις κόγχες. Μια γραμμή σαν βέργα μόνο φαινόταν. Το μέτωπο ζαρωμένο, σαν τις πτυχώσεις της ενδυμασίας του, πρόσθετε περισσότερα χρόνια στην έκφρασή του. Σαν να γέρασε απότομα, αυτή την εικόνα έδειχνε.  Κανείς δεν μπορούσε να τον συνεφέρει. Ήταν μάταιο. Δεν άκουγε κανέναν, έγινε πολύ εριστικός και νευρικός με όλους. Ο πατέρας του απελπισμένος προσπάθησε να τον απομακρύνει από το παλάτι αλλά αυτός έβρισκε την ευκαιρία να τρυπώνει σαν ποντίκι.

     Ώσπου μια μέρα αποφάσισε να κατευθυνθεί στο δωμάτιο της βασίλισσας. Τι ανοησία και τι βλασφημία διέπραττε ταυτόχρονα! Απτόητος για τις συνέπειες, χώθηκε μέσα. Η Αμυίτιδα ευτυχώς απουσίαζε αλλά δυστυχώς για τον ίδιο τον αντιλήφθηκε μια υπηρέτρια. Αμέσως κάλεσε τους φρουρούς, που τον οδήγησαν στον βασιλιά. Με συνοπτικές διαδικασίες και με  σκληρότητα υποχθόνιου θεού, ο Ναβουχοδονόσορ τον καταδίκασε σε θάνατο. Ο Ασήρ με σκυμμένο κεφάλι άκουσε στωικά την απόφαση. Δεν είχε την δύναμη ούτε να βγάλει μια κραυγή απόγνωσης. Δεν τον ενδιέφερε εξάλλου. Δεν είχε νόημα. Όλα τελείωσαν για τον ίδιο  την ημέρα που είδε την Αμυίτιδα.

     Οι φρουροί τον μετέφεραν προσωρινά σ’ ένα υγρό και μουχλιασμένο κελί μέχρι την εκτέλεσή του. Ένα βράδυ αλυσοδεμένος οδηγήθηκε στα θεμέλια του κήπου, όπου θάφτηκε ζωντανός κάτω από τόνους πέτρινων υποστυλωμάτων και πίσσας. Έτσι δεν θα αποτελούσε μίασμα για την χώρα πλέον. Μέχρι το πρωί η κατασκευή είχε ολοκληρωθεί. Κανείς δεν έμαθε το τέλος του Ασήρ. Ο πατέρας του άδικα περίμενε να φανεί. Πέρασαν μέρες πια, όταν πεπεισμένος ότι κάτι κακό του συνέβη, ξεψύχησε στους αγρούς από την στενοχώρια του.

    Αρκετό καιρό αργότερα, στο σημείο που είχε θαφτεί ο Ασήρ, φύτρωσε χωρίς σπόρους γιασεμί με ροζ και λευκά άνθη που αναρριχήθηκε σιγά-σιγά μέχρι το δωμάτιο της βασίλισσας. Το άρωμά του μεθυστικό την ζάλισε ηδονικά βυθίζοντάς την σε βαθύ ύπνο μέχρι τα χαράματα. Εκεί μέσα περνούσε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της. Σταμάτησε να κυκλοφορεί στο παλάτι. Όσο για τον κήπο, αυτός της έμοιαζε ψεύτικος και ανούσιος, δεν την ευχαριστούσε. Αντιθέτως την γέμιζε απέραντη οδύνη και της βάραινε την ψυχή. Αρνούνταν πεισματικά ακόμα και να σταθεί στο παράθυρο. Ευφορία ένιωθε μόνο όταν βρισκόταν στο δωμάτιό της, κρατώντας τα άνθη του γιασεμιού.

     Έτσι την βρήκε ο θάνατος. Αναπάντεχα. Ξαπλωμένη στο κρεβάτι της με γεμάτα τα χέρια από γιασεμί. Το χαμόγελο στα χείλη της μαρτυρούσε ότι πέθανε γαλήνια. Μόνο αυτό μπορούσαν να πιστοποιήσουν με σιγουριά οι πιο φημισμένοι μάγοι, που κλήθηκαν από τον μονάρχη. Το δωμάτιο της σφραγίστηκε όμως το γιασεμί εξακολουθούσε να φυτρώνει στο περβάζι του παραθύρου της. Δεν μαραινόταν ποτέ, ούτε έπεφταν τα άνθη του. Πέρασε χρόνος και τα αίτια θανάτου της έμειναν ανεξακρίβωτα. Ο Ναβουχοδονόσορ δεν ήθελε πια να ζήσει. Η απουσία της μαράζωνε την καρδιά του. Δεν άντεξε περισσότερο. Ξεψύχησε μια μέρα προσπαθώντας να κόψει ένα κλαδί από το γιασεμί. Από το γιασεμί της αγάπης.

Συγγραφέας: Εύη Μαραγκουδάκη - φοιτήτρια Tabula Rasa



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου