Ήταν η τρίτη συνεχόμενη φορά που την περίμενε στη στάση του
080. Η ώρα ήταν 15:18 το μεσημέρι κι εκείνη πουθενά.
«Δεν μπορεί, θα εμφανιστεί. Πάντα από δω παίρνει το
λεωφορείο», σκέφτηκε ο Άγγελος και σκούπισε τον ιδρώτα του προσώπου του.
Κοίταξε για άλλη μια φορά το ρολόι. 15:19...
«Συνήθως έρχεται 15:10 ακριβώς. Αυτό είναι το καλό όταν
είσαι υπάλληλος. Έχεις στάνταρ ωράριο.»
Ο Άγγελος θυμήθηκε τις ωραίες εποχές που δούλευε κι εκείνος.
Που είχε λεφτά να βγάζει έξω τις γκόμενες και που δεν έτρεχε πίσω από την κάθε
τυχάρπαστη. Όχι, τότε ήταν κύριος. Και τώρα άνεργος. Χωρίς γυναίκα και με τρία
παιδιά.
«Είναι η ιδανική! Λεφτά, μητρικό ένστικτο, σταθερή δουλειά.»
Το γραφείο ευρέσεως κατάλληλης συζύγου την είχε νούμερο ένα.
Και ήταν. Ήταν κελεπούρι. Δικό της σπίτι, στα βόρεια προάστια, χωρίς γονείς και
κοντινούς συγγενείς, με λίγους φίλους και μόλις 52 ετών. Ήταν η καταλληλότερη
νύφη για έναν 28χρονο άνεργο πτυχιούχο γεωπονίας.
«Μόνο να μην την προλάβει κανένας άλλος.»
Ο Άγγελος είχε δώσει όλες του τις οικονομίες στο γραφείο
ευρέσεως κατάλληλης συζύγου και εκείνη ήταν η τελευταία του ευκαιρία. Η Ελπίδα.
Η ελπίδα του στην κυριολεξία. Έριξε άλλη μια ματιά στο δρόμο αλλά ήταν έρημος.
Ούτε αυτοκίνητα δεν περνούσαν πια. Ο ήλιος είχε γίνει ενοχλητικά καυτός και ο
Άγγελος κρύφτηκε για λίγο κάτω από το υπόστεγο της στάσης. Ξανακοίταξε το ρολόι
του, 15:23.
«Μάλλον θα κάνει υπερωρία.»
Η Ελπίδα έκανε σπάνια υπερωρίες. Το πολύ μία ώρα, ποτέ
παραπάνω κι αυτό για τα μάτια του κόσμου.
«Στις 16:00 θα γίνει δική μου.»
Την παρακολουθούσε ήδη τρεις μήνες. Όρος του συμβολαίου.
Ποτέ δεν παντρεύεσαι κάποια αν δεν την έχεις παρακολουθήσει τουλάχιστον τρεις
μήνες. Να ξέρεις τι της αρέσει, που δουλεύει, που βγαίνει. Ο Άγγελος είχε ψάξει
μέχρι και τα σκουπίδια της. Από το γραφείο του είχαν πει, «δεν μπορείτε να
έρθετε μετά και να μας πείτε ότι δεν είναι η κατάλληλη γυναίκα για εσάς. Όχι
γάμο πριν το τρίμηνο. Να δοκιμαστεί η “σχέση” σας». Έτσι εξασφάλιζαν κι αυτοί
τους πελάτες τους. 32.000 γάμοι σου λέει μέσα στο 2055. Και ούτε ένα διαζύγιο.
Ο Άγγελος άρχισε να σκέφτεται την κοινή τους ζωή. Εκείνον
σπίτι, αραχτό, να μην κάνει απολύτως τίποτα κι εκείνη στη δουλειά.
«Όχι. λάθος, λάθος. Θα προσέχω τα παιδιά.»
Δεν ήταν τεμπέλης απλά δεν του άρεσε να κάνει δουλειές του ποδαριού.
Γι αυτό αποφάσισε να βρει μία κοπέλα που της αρέσει η δουλειά της κι έτσι θα
είναι και οι δύο ευτυχισμένοι. Και τα παιδιά. Μία μεγάλη ευτυχισμένη
οικογένεια. Εκείνος στο σπίτι, εκείνη στη δουλειά. Ένιωσε ερωτευμένος. Άξαφνα ένα
κορνάρισμα διέκοψε τη σκέψη του. Βγήκε, σχεδόν πετάχτηκε, από τη στάση και είδε
ένα κόκκινο κάμπριο να κορνάρει σε ένα μεγαλόσωμο σκυλί που είχε κλείσει το
δρόμο. Ο Άγγελος κοίταξε το ρολόι του, 15:42. Δεκαοχτώ λεπτά. Τόσα τον χώριζαν
από την αιώνια ευτυχία.
«Κι αν δε τη συμπαθήσουν τα παιδιά;»
Γούρλωσε τα μάτια του γιατί αυτή η ερώτηση δεν του είχε
περάσει ποτέ από το μυαλό. Σίγουρα, είχε αναρωτηθεί αν θα τον θέλει κι αυτή
αλλά πίστευε ότι θα την έπειθε. Ωραίος ήταν, ψηλός ήταν, γυμνασμένος ήταν. Μία
εύσωμη κυρία της ηλικίας των 50+ θα ήθελε σίγουρα ένα τεκνό σαν και του λόγου
του. Μετά είχε αναρωτηθεί αν θα μπορούσε να ζήσει για πάντα μαζί της. Και
αυτόματα είχε αποφασίσει θετικά μιας και η περιουσία της θα του κάλυπτε όλα τα
κενά. Μέχρι και να τη σκοτώσει σκέφτηκε για να την κληρονομήσει. Όχι, δε θα το
έκανε τελικά. Αυτά ήταν μόνο σκέψεις. Σκέψεις που έχουν όλοι οι άνθρωποι λίγο
πριν κλείσουν τα μάτια τους, την ώρα που λίγο σάλιο από το στόμα τους μουσκεύει
το μαξιλάρι. Αλλά για τα παιδιά; Για τα παιδιά δεν είχε αναρωτηθεί ποτέ.
«Αν δεν την θέλουν; Αν δεν τους αρέσει σαν μάνα; Αν η ίδια
δεν είναι καλή μάνα;»
Ο Άγγελος άρχισε να αγχώνεται. Η ώρα ήταν ήδη 15:53. Είχε
μόλις επτά λεπτά για να αποφασίσει για την τύχη των τριών παιδιών του. Ότι
απόφαση έπαιρνε τώρα θα ήταν τελεσίδικη.
«Αυτή πρέπει να είναι. Σίγουρα αυτή είναι. Τι θα κάνω; Δεν
έπρεπε να το σκεφτώ τώρα. Γιατί έπρεπε να κάνει υπερωρία; Αν σχολούσε κανονικά
όλα θα είχαν τελειώσει. Ήδη θα ήμασταν σπίτι, θα μαγείρευε κι εγώ θα διάβαζα τα
παιδιά.»
Τα τακούνια ξαφνικά σταμάτησαν. Ο Άγγελος πάγωσε. Έμεινε
ακίνητος ενώ τα μάτια του έπαιζαν. Μία αριστερά, μία δεξιά.
«Δεν μπορεί να έφτασε. Αφού την άκουγα από μακριά.»
Ξαφνικά του πέρασε η ιδέα ότι δεν ήταν αυτή. Έκανε ένα βήμα
και έβγαλε αργά το κεφάλι του έξω από τη στάση. Με την άκρη του ματιού του την
είδε. Η Ελπίδα ήταν. Είχε σταματήσει κρατούσε το τακούνι στο χέρι και μιλούσε
με τον τύπο με το κόκκινο κάμπριο. Ο Άγγελος προσπάθησε να ακούσει τι λένε αλλά
δεν μπορούσε. Άκουγε μόνο ασυνάρτητους ήχους και γελάκια. Ώσπου άκουσε αυτόν.
Τον τύπο με το κόκκινο κάμπριο και τη μπάσα φωνή. Καθαρά, πεντακάθαρα. Σα να
βρισκόταν δίπλα του.
«Μπορώ να σε πάω σπίτι».
Και μετά εκείνη.
«Είναι στο δρόμο σου; Δε θέλω να σε ξεβολέψω».
Όλο νάζι και σκέρτσο. Τον κοιτούσε μέσα στα μάτια. Τον είχε
ερωτευτεί.
«Στο δρόμο μου είναι. Αλλά και να μην ήτανε…»
Παύση. Έμειναν να κοιτάζονται σιωπηλοί. Έρωτας. Ήταν
σίγουρος. Πλέον δεν χωρούσε αμφιβολία. Δεν είχε ερωτευτεί ποτέ αλλά το ήξερε
πολύ καλά αυτό το βλέμμα. Το είχε δει σε ταινίες συναισθηματικού
προσανατολισμού. Από τότε προσπάθησε πολλές φορές να το κάνει αλλά καμία δεν το
πέτυχε. Του φαινόταν τόσο δύσκολο. Και να που έβλεπε την Ελπίδα, αυτή που
προσπαθούσε να ερωτευτεί εδώ και τρεις μήνες να είναι ερωτευμένη με κάποιον
άλλον. Μπροστά στα μάτια του.
Άνοιξε την πόρτα του κόκκινου αυτοκινήτου και μπήκε μέσα. Ο
οδηγός του αυτοκινήτου έμεινε να την κοιτάζει και με μία κίνηση της έδωσε ένα
μεγάλο φιλί στο στόμα. Ο Άγγελος το είχε πάρει πια απόφαση. Δεν ήταν αυτή η
κατάλληλη γι’ αυτόν. Αλλά και να ήταν τώρα πια ήταν με άλλον. Ήταν η κατάλληλη
για κάποιον άλλον. Αν της είχε μιλήσει μία μέρα πριν… Ακριβώς μία μέρα πριν…
Συγγραφέας: Αργυρής Γιαμάλογλου - φοιτητής Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου