
Καμιά φορά οι μεγαλύτεροι γέλαγαν μαζί του, αλλά για τον Βάκη,
βρίσκαμε ακόμη και δικαιολογίες και τον «γλύφαμε», για να σκοτώσουμε την ώρα
μας, με αυτές τις ιστορίες του -που τις έλεγε με κάθε λεπτομέρεια, λες και
μπορεί κανείς να θυμηθεί τι έζησε στα τέσσερα του.
Όμως τα πράγματα με τον καιρό
χειροτέρεψαν. Ίσως να φταίμε και εμείς λίγο γι' αυτό που του δώσαμε θάρρος.
Είχε πάρει τα πάνω του για τα καλά. Αρχικά είχαμε το «σε δέκα λεπτά να
μαζευτούν όλα τα κουτά παιδιά για την σημερινή ιστορία μου», που έλεγε με περηφάνια,
σα να ήταν ο βασιλιάς. Εγώ -που τρομάρα μου ήμουν ο κοντινότερος του φίλος- του
έλεγα,
Κι αυτός συνέχιζε να λέει τα
δικά του,
«O γιατρός είχε πει πως είμαι ο καλύτερος και ο
εξυπνότερος, γι' αυτό με έστειλαν εδώ, γιατί φοβούνται, φοβούνται την δύναμη
του μυαλού μου, επειδή είμαι καλύτερος το έκαναν, όμως μια μέρα θα βγω και θα
δεις τι θα πάθουν..».
Δεν ήθελα να πω τίποτα, ούτε στη
δασκάλα ούτε στην κ. Μαρία που μας φρόντιζε γιατί θα ήμουν καρφί. Και καρφί για
τον φίλο μου δεν θα γινόμουν ποτέ. Σκεφτόμουν πως το χειρότερο θα είναι να μην
έχει φίλους και να καταλάβει το λάθος του, ή στην χειρότερη των χειροτέρων, να
τρελαθεί. Είχα διαβάσει σ' ένα βιβλίο, πως το μεγάλο Εγώ σε καταστρέφει. Λογικά
αυτό θα εννοούσε. Κι έτσι συνεχίστηκε αυτό το μαρτύριο του Βάκη, που όσο όλα τα
παιδιά απομακρυνόταν από κοντά του, του μεγάλωνε η υπεροψία. Άρχιζε σιγά-σιγά
να ξεφεύγει. Το μεγάλο μπαμ ήταν όταν άρχισε στην δασκάλα να λέει τα δικά του.
«Η διανόηση είναι ποίηση κυρία, γι' αυτό δεν μπορείτε να με καταλάβετε».

Βγήκαν από το δωμάτιο έπειτα από
τρεις ώρες – πολλές ώρες για να μιλάς με δεκατετράχρονο. Ήταν το ρεκόρ
συζήτησης και το καταγράψαμε με τ' άλλα παιδιά, στο βιβλίο με τα δικά μας
σημειωμένα ρεκόρ. Το θυμάμαι σαν χθες. Ήρθε καμαρωτός-καμαρωτός σα να ήταν
παιδί αριστοκράτη. Δεν κοίταζε λίγο τα ρούχα του να δει πως είναι. Με κοίταξε
με μισό μάτι και είπε πως θέλει να μιλήσουμε μόνοι. Εκείνη την ημέρα θα την
θυμάμαι μέχρι να καταφέρω να την ξεχάσω. Ήταν η πρώτη βρισιά που άκουσα από
παιδί. Περίπου οι μισοί από εμάς είχαμε ακούσει βρισιές των γονιών, αλλά απ'
όταν καταλήξαμε εδώ, κανείς δεν μίλαγε έτσι, οπότε και είτε τις ξεχάσαμε είτε
σωπαίναμε επειδή απαγορευόταν. Είχαμε γίνει δεκατετράχρονα χωρίς βρισιές, ξέρω
πως φαντάζει παράξενο. Ο Βάκης λοιπόν, δεν ήξερα που είχε ακούσει ο διαολεμένος
βρισιές, ήταν εκεί μέσα χρόνια.
«Η μαλακισμένη, δεν καταλαβαίνει ούτε αυτή, άχρηστη είναι, δεν με νοιάζεται
καθόλου, άχρηστη σου λέω, μαλακισμένη είναι, θα αποδράσω από εδώ σήμερα, στο
λέω γιατί εσύ έστω με ακούς, αν και δεν νομίζω πως καταλαβαίνεις κιόλας..»,
έλεγε και ξανάλεγε ασταμάτητα. Συνήθως επαναλαμβανόταν. Εγώ δεν είχα μιλήσει
καθόλου. Νευρίασα πάρα πολύ.
«Αν δεν ήταν η κ. Μαρία Βάκη ούτε που θα ζούσες, το γνωρίζεις αυτό ε;»,
είπα έπειτα από αρκετά λεπτά.
«Σκάσε βλάκα...θα το δεις κι εσύ και όλοι σας που θα δικαιωθώ, πως όλα
αξίζουν να γίνονται για εμένα, θα έπρεπε να με φροντίζετε πιο πολύ, εγώ είμαι ο
καλύτερος, είμαι διάνοια εγώ, δεν είμαι για εδώ μέσα, χαραμίζομαι, εγώ τώρα
έπρεπε να φιλοσοφώ ή να κάνω μαθήματα σε χαζούς σαν κι εσένα για την ζωή».
Ο Βάκης μάζευε τα πράγματα του
στην μικρή βαλίτσα. Δεν άντεχα άλλο.
«Βάκη για τελευταία φορά, κόψτο..» του είπα φωνάζοντας ενώ προσπαθούσα να
μην κλάψω. «Δεν είμαι φίλος σου πια.. Όπως δεν είναι και κανείς άλλος, αν θες
παράτα μας και μείνε μόνος, αλλά στο λέω, θα πεθάνεις εκεί έξω..», συνέχιζα να
λέω προσπαθώντας να μην τον κοιτάξω στα μάτια.
«Ναι να πεθάνω εγώ...χα χα...εγώ είμαι ο καλύτερος, είμαι ο εκλεκτός, θα
μείνω αθάνατος εγώ μικρέ..», είπε κι έκλεισε την βαλίτσα του.
Γύρισε με κοίταξε με ένα ύφος
που ήταν σαν να του άνηκε όλος ο κόσμος,
«Κλάψε κλαψιάρη, αν ήσουν δυνατός σαν εμένα δεν θα έκλαιγες», ήταν τα λόγια
του πριν δεχθεί την σφαλιάρα μου. «Τι έκανες ρε; Είσαι με τα καλά σου; Εμένα
βάρεσες;..».
Εγώ δεν του μίλησα, έκαμα να
φύγω, δεν νοιαζόμουν πολύ για τον Βάκη, αν και ένιωθα τύψεις, και τον λυπόμουν
τον κακομοίρη. Πως είχε καταντήσει έτσι. Άκουσα τα βήματα του, και σχεδόν
ταυτόχρονα, ένιωσα τον πόνο στο δεξί μου αυτί. Ο Βάκης μου είχε καρφώσει μια
λεπίδα στο αυτί. Ήρθε η κ. Μαρία, ήρθαν όλοι και τον μάζεψαν. Εμένα με πήγαν
στο νοσοκομείο και από τότε μέχρι σήμερα έχω ένα αυτί για να ακούω. Μάθαινα νέα
για τον Βάκη, τους έλεγε πως είναι ο Θεός ή ο γιος του Χριστού, κάτι τέτοια
τρελά που δεν ακούς συνήθως από ένα παιδί. Τον πήγαν σε αναμορφωτήριο.

«Καλά να πάθεις, να πρόσεχες..», μου είπε.
Αχ και να ήξερε, πόσο ήθελα να
του γυρίσω αυτά τα λόγια και να τα καταλάβει.
Συγγραφέας: Αποστόλης Παππάς - φοιτητής Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου