Ταλαιπωρία! Δεν λέω ,άξιζε... Αλλά… ταλαιπωρία! Άφησα και εγώ το
σπιτάκι μου λέει, και έτρεχα στις εξοχές. Κυριολεκτικά έτρεχα. Με πήραν κυνήγι
κάτι μέλισσες. Άσε... ήμουν μετά... Χάλια...
Τώρα
θα μου πεις τι της ήθελα εγώ τις εξοχές; Δεν καθόμουν στα αυγά μου; Ή μάλλον
στον καναπέ μου; Αλλά είπα να το παίξω ρομαντική ψυχή μπας και κουτουπώσω το
αίσθημα. Ξέρεις εσύ τώρα, κυρία μου... Όλες τα ίδια θέλετε! Εξοχές, ρομαντικά
γλυκόλογα... και κάτι τέτοιες μαλα......γανιές.. Τι νόμιζες καλέ; Εγώ είμαι
σοβαρό παιδί. Από σπίτι. Δεν μιλάω άσχημα. Αλλά τώρα έχω άδικο; Χόλυγουντ
γίναμε. Παναγιά μου δηλαδή! Και ας γυρίσω στην εξοχή…
Πάω
με το αμάξι να πάρω το αίσθημα. Έκπληξη του ‘χα πει. Που να ξέρει κι αυτή τι
την περίμενε. Είμαι με την φόρμα το αθλητικό και μου σκάει μύτη με το κολάν,
την μπότα με το 10 πόντους τακούνι και την μούρη μέσα στη μπογιά. «Που πας ρε
Σούλα έτσι;» πήγα να της πω αλλά το κατάπια. Θα έχανα και το γκομενάκι, θα μου
χάλαγαν και οι λιχουδιές που είχε φτιάξει η μαμά! Πικνίκ ήθελα λέει. Με το που
το άκουσε αυτό η Σουλίτσα, άρχισε να βγάζει καπνούς. Από παντού! Στην αρχή
φοβήθηκα. Λέω τώρα θα μου μείνει. Και τελικά μλου έμεινε...Το αμάξι. Στην μέση
του πουθενά. Κοιτάω από εδώ... κανείς! Κοιτάω από εκεί...Και τι είδα; Μα τι
άλλο; Τίποτα! Τι περίμενες δηλαδή; Να δω κανένα συνεργείο αυτοκινήτων στα 10
μέτρα; Μάλλον πολλές ταινίες βλέπεις…
Τεσπά
που λέμε και εμείς τα νιάτα... Με τα πολλά μουτζουρώματα και με την πολλή
μουρμούρα της Σούλας καταφέραμε, και καλά βοήθησε, να πάμε μέχρι την παραλία.
Βασικά μέχρι το πάρκο, αγρόκτημα πριν την παραλία. Βγαίνει το αίσθημα και
παθαίνει εγκεφαλικό... έμφραγμα... σοκ, να το αφήσω; Γιατί; Μα τι ερώτηση;
Μπήκε η μπότα στις λάσπες! Και αρχίζει τις φωνές… Τι άχρηστο με είπε, τι
ανίκανο, τι μαλαγάνα... Άσε... Λες και βγήκα ραντεβού με τον Μπάμπη τον
νταλικέρης! Αν και αυτός πιο λίγα μου ‘πε! Μην πάει το μυαλό σου στο πονηρό..
όταν έχασε στο προ εννοώ... Είπαμε, εμείς τα άγρια νιάτα να κάνουμε τρέλες...
Αλλά, είμαι από σπίτι... Μεγάλο σπίτι... Με τζάκι... Ψεύτικο βέβαια αλλά… τζάκι.
Επιστρέφω
γιατί ξέφυγα. Περνάει το σοκ με την λάσπη και συνεχίζουμε τον ρομαντικό
περίπατο... Με κοιτάζει περίεργα. Την κοιτάζω και εγώ με ένα βλέμμα... μιλάμε
και ο Μπρους θα τρόμαζε! Ο Λί εννοείτε! Αν δεν έπεφτα στο δέντρο, θα έβλεπες!
Την πιάνει ένα γέλιο... σαν κότα έκανε! Από αυτές με τα χρυσά τα αυγά. Κλώσα
σκέτη! Τι να κάνω; Δεν είχε άδικο. Κι εγώ θα γέλαγα στην θέση της. Μετά από
λίγο είχαμε γίνει τρείς στη παρέα... Εγώ, το Σουλάκι και το καρούμπαλο... Τι να
πεις; Αφού δεν είναι κέρατο, πάλι καλά!
Και
ύστερα ήρθαν οι μέλισσες. Και στο πιο ακατάλληλο σημείο. Εκεί δηλαδή που είχαμε
αρχίσει τα καλά μας, τσουπ κάνουν ένα γκεστ δυο μέλισσες. Τις έδιωξα. Και μετά
ήρθαν και οι υπόλοιπες να μου ζητήσουν το λόγο! Τις βλέπω και γίνομαι Λούης.
Μπροστά εγώ, πίσω αυτές. Και ναι, παίρνουν προβάδισμα και... Την γλίτωσα μόνο
με λίγα καρούμπαλα και με πνευμονία. Βλέπεις έκανα το καλό κόλπο, έπεσα σε
νερό. Αφού με έφαγαν. Αλλά σώθηκα!
Το
αποτέλεσμα; Δυο βδομάδες στο κρεβάτι... Μόνος.. Και η Σούλα εξαφανισμένη! Πολλά
μηνύματα έστειλα με τρία γράμματα μόνο… ΣΕΞ! Ε, μην ξεχνάς και το τζάκι… Σούλα
έλα ξανά! Αυτό ήθελε να πει ο ποιητής!
Συγγραφέας: Ελίνα Λαγουδάκη - φοιτήτρια Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου