Τελικά φοβάμαι ότι ήταν αυτό που υπέθεσα.
Ένα καθαρό τεστ. Αλλά δεν μπορώ να φανταστώ γιατί έπρεπε να περάσω αυτό το
τεστ. Τι ήθελες να δεις μ’ αυτό.
Μπήκα στο Μουσείο και αναζήτησα την
αίθουσα που μου είπες.
Τη βρήκα εύκολα. Αφού έριξα μια ματιά στους πίνακες, που
περίμεναν υπομονετικά τους κριτές –τρομάρα μου– κρεμασμένοι στη σειρά στους άχαρους κατάλευκους τοίχους, εντόπισα
αυτόν που ήθελες να προσέξω. Στήθηκα μπροστά του για δέκα τουλάχιστο λεπτά.
Πρώτα σε απόσταση τριών μέτρων, μετά δύο, και στο τέλος πλησίασα όσο μπορούσα
πιο κοντά. Στα τρία μέτρα έβλεπα τη θάλασσα, τα βράχια, και το αφρισμένο κύμα να
τα αγκαλιάζει. Διερωτήθηκα τι θα μπορούσες να εννοείς με τις πρώτες σου
ερωτήσεις (όπως μου τις είχες σημειώσει) και αφέθηκα να παρασυρθώ μέσα στο
σκηνικό. Να γίνω μέρος του και να το εξερευνήσω από κοντά. Πλησίασα το νερό και
σταμάτησα μπροστά στους πρώτους βράχους. Αφουγκράστηκα τον απαλό εναγκαλισμό
που τους έκανε το ήρεμο κύμα, και άκουσα τον ανεπαίσθητο παφλασμό του, που άλλοτε
μου θύμιζε ερωτικά φιλιά και άλλοτε χαμηλόφωνη εξομολόγηση. Ανάπνευσα βαθειά,
και στα πνευμόνια μου έφτασε η αλμύρα της θάλασσας, νοτισμένη με τη μυρωδιά
φυκιών. Μπορεί να μη φαινόντουσαν τα φύκια, αλλά ανιχνεύονταν εύκολα στο
περιβάλλον, δίπλα στους βράχους. Κοίταξα στον ορίζοντα να βρω κανένα
θαλασσοπούλι που θα συμπλήρωνε το παζλ, αλλά δεν είδα παρά το άδειο γαλάζιο της
θάλασσας. Μου φάνηκε, όμως, ότι πίσω μου κάποιο μικροπούλι τιτίβιζε, και το
μυαλό μου πήγε στη Σκόπελο. Εκεί που πηγαίναμε τότε που σε γνώρισα. Θυμάσαι;
Έτσι δεν ήτανε κι εκεί; Μικροσκοπικοί κολπίσκοι –με αμμουδιά όμως εκείνοι– αλλά
κλεισμένοι από άγρια βράχια δεξιά και αριστερά. Και πίσω από την ακτογραμμή,
αμμουδερή ή βραχώδη, τα πεύκα να ρίχνουν τα κλαδιά τους πάνω από το νερό. Εσύ μου
έλεγες πως ήθελαν να μας χαρίσουν τη σκιά τους, ενώ εγώ σου έλεγα –πιο πεζός
και πρακτικός πάντα– πως ήθελαν να γίνουν κρεμάστρες για τα ρούχα μας.
Φαντάστηκα πως ήθελες να δω τον πίνακα
αυτό για να θυμηθώ το σκηνικό της γνωριμίας μας και τα λόγια που σου ’λεγα
τότε, ώσπου να σε κάνω δικιά μου.
«Αν θα μπορούσα», σου έλεγα,
«να φτιάξω ένα παράδεισο για σένα, θα τον έφτιαχνα, για να ζήσουμε μέσα σ’
αυτόν ευτυχισμένοι. Αλλά και σ’ ένα μέρος με βράχια μόνο και θάλασσα, πάλι θα
μπορούσα να ζήσω μαζί σου, αν μ’ αγαπούσες».
Τι ωραίες στιγμές που ζούσαμε τότε! Τώρα,
όμως, γιατί μ’ έστειλες εδώ; Μήπως για να σκεφτώ ότι αν φύγω έξω, όπως σου
είπα, θα έπαιρνα μαζί μου σκέτα και απειλητικά τα βράχια; Νερό που δε θα
μπορούσα να πιω, και ξέρες όπου πάνω τους δεν θα μπορούσα να ξεκουράσω το κορμί
μου; Περίεργες σκέψεις άρχισαν να στροβιλίζονται στο μυαλό μου, κι έκανα ένα
βήμα μπροστά να δω, μήπως μέσα στην εικόνα που κοίταζα κρυβόταν κάποιο μυστικό,
καλά φυλαγμένο. Μήπως δεν ήταν φωτογραφία, παρά κάποιος πίνακας αφηρημένης ζωγραφικής,
που έκρυβε κάτι κωδικοποιημένο, κάποια λεπτομέρεια που δε φαινόταν με πρώτη
ματιά. Και τότε ανακάλυψα, μακριά στο
βάθος, ένα βραχάκι που θύμιζε μια γυναικεία φιγούρα να βγαίνει απ’ το νερό.
«Να την», είπα, «τη βρήκα».
Πίστεψα πως ήσουνα εσύ και ήθελες να μου
πεις ότι, όπου κι αν πήγαινα, εσύ θα με ακολουθούσες. Είτε σαν ζωντανή μορφή
δίπλα μου είτε σαν όραμα. Αλλά γιατί τόσο μυστήριο; Γιατί μου ζήτησες να
ανακαλύψω και να αναλύσω ένα γρίφο; Τι ακριβώς περίμενες να δω; Πληροφορική σου
είχα πει ότι θα πήγαινα να σπουδάσω· όχι να γίνω ντετέκτιβ, που θα έπρεπε μια
ζωή να ανακαλύπτει πράγματα εκεί που οι άλλοι δε βλέπουν τίποτα. Τι άλλο έπρεπε
να δω λοιπόν;
«Και αν δεν εντοπίσω τίποτα»,
άρχισα να συλλογιέμαι, «τι θα γίνει; Θα με απορρίψεις από ταίρι σου, θα με
υποβαθμίσεις στην εκτίμησή σου, ή τι άλλο θα μπορούσε να συμβεί; Και αν,
αντιθέτως, βρω το χαμένο θησαυρό, τότε μήπως αναβαθμιστώ στον πίνακα των αξιών
σου;»
Μου ήρθε να φύγω εκείνη τη στιγμή. Ποτέ δε
μου άρεσε να περνάω από Ιερά Εξέταση, ούτε να γίνομαι πειραματόζωο. Όμως, είπα να
ρίξω άλλη μια ματιά, επειδή το ήθελα εγώ! Το έβλεπα σαν ευκαιρία να δω τι θα
μπορούσα να πιάσω! Κι αν δεν έβρισκα τίποτα, τότε να έφευγα εντελώς απ’ τη
ζωή σου. Γιατί, ή εγώ δεν θα ήμουν καλός για σένα ή εσύ δε θα ’σουνα αυτό που περίμενα
εγώ.
Στο πείσμα μου επάνω, πλησίασα κι άλλο. Οι
κόρες των ματιών μου άνοιξαν διάπλατα, και άρχισαν να ανιχνεύουν την εικόνα,
μήπως και ανακάλυπταν περισσότερες μορφές. Ήμουν αποφασισμένος· ή θα ανακάλυπτα
κι άλλα κρυμμένα στοιχεία, πραγματικά ή φανταστικά, ή θα άλλαζα αμέσως το
εισιτήριό μου, για να ’φευγα ακόμα πιο γρήγορα. Ίσως και για πάντα. Αλλά, για
όνομα του Θεού· γιατί το πήρα τόσο σοβαρά; Ηρέμισε εαυτέ μου! Ηρέμισε Μεσιέ
Πουαρό! Ψυχραιμία. Ίσως… μα να, κάτι ξεπρόβαλε στα αριστερά. Σαν κοάλα μου
φάνηκε. Ω, Χριστέ μου!
Άπλωσα το βλέμμα μου παραπέρα. Σκανάρισα όλη
την εικόνα κι αμέσως άρχισα να βλέπω κι άλλες –αόρατες μέχρις εκείνη τη στιγμή–
φιγούρες. Φοβήθηκα μήπως ήταν η φαντασία μου. Ή, μήπως είχα παραισθήσεις. Και
όμως, στο βάθος αριστερά, ζωγραφισμένες πάνω στο βράχο, δυο γυναικείες μορφές
είχαν αρχίσει κουβεντολόι. Αλλά μπορεί και να ’ταν ένα ζευγάρι. Μα ό,τι και να
’ταν τι σημασία είχε; Φτάνει που έπεσαν στην αντίληψή μου. Κοιτάζοντας πιο
δεξιά, είδα και τον στρατιώτη με την ασπίδα του. Μόνο την επιγραφή που είχε
πάνω της δε μπόρεσα να διαβάσω. Ύστερα, φέρνοντας το βλέμμα μου προς τα έξω,
βρέθηκα αναπάντεχα μέσα στο Jurassic Park. Μια
τεράστια σαύρα σήκωνε απειλητικά το κεφάλι της στον αέρα. Ευτυχώς, όχι προς το
μέρος μου, αλλά προς τα δεξιά. Εκεί που φάνηκαν
κουρνιασμένα κάτι ζωάκια, με παράξενες, φοβισμένες φατσούλες. Τα
κακόμοιρα…
«Ή τα βρήκα όλα και είναι
πραγματικές απεικονίσεις», είπα μέσα μου, «ή τρελάθηκα».
Φοβήθηκα όντως πως ήμουνα στα πρόθυρα της
τρέλας, γιατί άρχισα να ακούω και ψιθύρους πίσω μου, ακόμα και μια ζεστή ανάσα στο γυμνό μου το λαιμό. Ήθελα
να γυρίσω να δω τι πραγματικά γινόταν πίσω μου, αλλά φοβόμουν μήπως με περνούσαν
για κάποιον αλαφροΐσκιωτο, που έβλεπε φαντάσματα.
Κι ύστερα, ένοιωσα ένα σφίξιμο στο μπράτσο
κι αμέσως μετά είχα την αίσθηση πως μια σκιά με πλησίαζε από πίσω και δεξιά.
Δεν κρατήθηκα άλλο. Γύρισα να δω, και τότε… Παναγιά μου, η λύτρωση! Είδα εσένα.
Ευτυχώς με είχες πιάσει σφιχτά από το μπράτσο, αλλιώς θα είχα πέσει κάτω. Μα ήταν
δυνατόν αυτό που έζησα για ένα μισάωρο να ήταν πραγματικότητα; Αλλά εσύ δε μου
άφησες περιθώρια για αμφιβολίες. Το ήρεμο και απολογητικό σου βλέμμα με ηρέμησε
στη στιγμή.
«Με συγχωρείς αγάπη μου που
άργησα λίγο», μου είπες, «αλλά παρουσιάστηκε κάτι απρόοπτο. Με φώναξε η
καθηγήτρια εικαστικών, και τι νομίζεις πως μου είπε;»
«Τι σου είπε;» σε ρώτησα
αποσβολωμένος.
«Αφού βρείτε, λέει, όλα τα
κρυμμένα μυστικά αυτού του πίνακα, γυρίστε ακριβώς πίσω σας να δείτε και τον
άλλο, που έχει τίτλο ¨Η Έξοδος από τον Παράδεισο¨.
Με κοίταξες στα μάτια ερευνητικά, σε
κοίταξα κι εγώ, και γυρίσαμε ταυτόχρονα και οι δυο, να δούμε. Μα το μόνο που είδαμε ήταν μια επιγραφή που
έλεγε: ¨Έξοδος¨.
Και σε πήρα, θυμάμαι, σχεδόν
στα χέρια μου, και βγήκαμε τρεχάτοι έξω.
Πίνοντας τον καφέ μας στο μπαράκι του
Μουσείου, μου εξήγησες πως ήθελες να σε βοηθήσω σ’ αυτή την εργασία αναγνώρισης
εικόνων. Που δεν ήξερες κι εσύ η ίδια, αν επρόκειτο για φυσικές απεικονίσεις ή
εικόνες που είχε προσθέσει στον πίνακα το χέρι κάποιου καλλιτέχνη. Που αν τις
εύρισκες θα σήμαινε πως έχεις παρατηρητικότητα. Κι εγώ έδειξα κατανόηση γιατί
και μόνο σ’ αγαπώ. Γιατί αν δε σε αγαπούσα πραγματικά… άσ’ το καλύτερα να μην
παρασυρθώ.
Τώρα, που κάθομαι μόνος στο αεροπλάνο,
γράφω αυτή την τρελή ιστορία σ’ ένα κομμάτι χαρτί, γιατί κάτι πρέπει να κάνω να
περάσει η ώρα. Και ίσως κάποια μέρα τη διαβάσω και στα παιδιά μας. Γιατί θα
φτάσουμε κάποτε κι εκεί. Έτσι δεν είναι;
Δικός σου για πάντα.
Συγγραφέας: Μανόλης Πιπεράκης - φοιτητής Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου