Ο μικρός Αντρέας, ένα εντεκάχρονο παιδί,
ήταν πάντα ο δειλός του σχολείου. Όλοι οι φίλοι του τον κορόιδευαν και γελούσαν
μαζί του. Τον τρόμαζαν για να σπάνε πλάκα...
Ένα βράδυ Χριστουγέννων, ο Αντρέας καθόταν
στο δέντρο δίπλα και έκλεγε για την κατάστασή αυτή. Η μητέρα του τον πλησίασε,
του χάιδεψε τρυφερά το κεφάλι και κάθισε δίπλα του.
«Τι έχεις αγάπη
μου;» τον ρώτησε τρυφερά.
«Μαμά; Γιατί πρέπει
να υπάρχει φόβος στη ζωή μας; Δεν γίνεται να μη φοβάμαι πια; Θέλω να γίνω
γενναίος», παραπονέθηκε ο Αντρέας.
Εκείνη τον χάιδεψε
τρυφερά στο κεφάλι και του είπε, δίνοντάς του ένα κουτί:
«Μπορεί να μην
ήσουν γενναίος, αλλά ήσουν πολύ καλό παιδάκι όλο το χρόνο και γι’ αυτό θα
πάρεις τώρα το δώρο σου.»
Ο Αντρέας άνοιξε το κουτί και μέσα είχε
ένα ζευγάρι ολοκαίνουρια παπούτσια, που τόσο πολύ ήθελε. Αφού τα περιεργάστηκε
λιγάκι, η μητέρα του, τον έβαλε για ύπνο. Εκείνος, πήρε τα παπούτσια του
αγκαλιά και κοιμήθηκε με αυτά. Λίγο πριν τον πάρει ο ύπνος, ευχήθηκε να γίνει
ατρόμητος και αυτό να είναι το δώρο του Άγιου Βασίλη. Μέσα στη νύχτα, ο Αντρέας
άκουσε μια φωνή να τον ξυπνάει. Ήταν του Άγιου Βασίλη.
«Ήσουν καλό παιδί
φέτος Αντρέα», του είπε. «Γι’ αυτό και η ευχή σου θα πραγματοποιηθεί. Τα
παπούτσια που σου πήρε η μαμά σου, είναι μαγικά. Μπορούν να σε κάνουν ατρόμητο,
αλλά μόνο όταν είναι μέρα ή τη νύχτα να τα χτυπάει κάποιο φως.»
Ο Αντρέας τρόμαξε. Κοίταξε τα παπούτσια
του και μια λάμψη βγήκα από αυτά. Τα χάιδεψε και κοιμήθηκε ευτυχισμένος. Την
άλλη μέρα, τα φόρεσε και πήγε χαρούμενος να παίξει. Ένα από τα παιδιά της
γειτονιάς, πήγε να τον χτυπήσει, αλλά ο Αντρέας δεν φοβήθηκε και αντιστάθηκε
για πρώτη φορά στη ζωή του. Τα παιδιά που το είδαν αυτό, παραξενεύτηκαν, αλλά ο
Αντρέας ένοιωσε πολύ δυνατός. Πλέον δε φοβόταν τίποτα και ήταν πολύ
ευτυχισμένος.
Λίγες μέρες αργότερα, οι γονείς του μικρού
Αντρέα, έπρεπε να πάνε σε μια γιορτή. Η μητέρα του τον ρώτησε αν τον πείραζε να
μείνει για λίγες ώρες μόνος του, γιατί είχε αρπάξει ένα κρύωμα και φοβόταν να
τον βγάλει στο κρύο. Κρατώντας τα παπούτσια του, είπε στη μητέρα του πως δεν
είχε κανένα απολύτως πρόβλημα και δεν φοβόταν καθόλου. Η μαμά του, κλείδωσε το
σπίτι καλού-κακού, πήρε τον μπαμπά του κι έφυγαν.
Ο Αντρέας καθόταν κι έβλεπε τηλεόραση,
αλλά νύσταζε πολύ. Πήγε λοιπόν να ξαπλώσει. Μόλις έσβησε το φως, άκουσε έναν
περίεργο ήχο από την αυλή. Λίγες στιγμές αργότερα, ένας δυνατός κρότος στην
εξώπορτα τον έκανε να τιναχτεί. Πήρε γρήγορα τα παπούτσια του και κρύφτηκε μέσα
στην ντουλάπα του. Μαζί του πήρε και τον φακό, ώστε να φωτίσει τα παπούτσια
του. Δεν πέρασαν παρά λίγα λεπτά, όταν στο δωμάτιό του, μπήκαν δυο ληστές.
«Αφεντικό; Το
κρεβάτι είναι ξέστρωτο. Λες να είναι εδώ το παιδί; Να μην το πήραν μαζί τους;»
παρατήρησε ο ένας.
«Μπορεί», απάντησε
ο άλλος με πιο βαριά φωνή.
«Και τι κάνουμε
τώρα;»
«Αν είναι τόσο χαζό
και εμφανιστεί, το σκοτώνουμε. Δεν έχουμε άλλη επιλογή. Χρειαζόμαστε τα
χρήματα. Πάμε στην κρεβατοκάμαρα των γονιών του. Εδώ δεν έχει τίποτε άλλο από
παιχνίδια.»
Στο άκουσμα αυτών, ο Αντρέας
τρομοκρατήθηκε πραγματικά. Πήγε να ανάψει τον φακό, αλλά φοβήθηκε τόσο πολύ που
δεν τα κατάφερε, με αποτέλεσμα οι κλέφτες ανενόχλητοι εντελώς να κλέψουν τα
πάντα από το σπίτι. Τα χρήματα, τα ηλεκτρονικά και ηλεκτρικά είδη. Γυρνώντας οι
γονείς του Αντρέα, βρήκα το σπίτι σε άθλια κατάσταση, και τον μικρό Αντρέα να
κλαίει στο δωμάτιό του. Η μαμά του έτρεξε και τον αγκάλιασε. Τον ρώτησε αν
είναι καλά και αν τον πείραξε κανένας.
«Όχι», απάντησε
εκείνος ανάμεσα στους λυγμούς του. «Δεν με πείραξαν γιατί δεν μπόρεσα να βγω
από την ντουλάπα. Φοβήθηκα τόσο πολύ, μαμά, που δεν άναψα το φως και δεν τους
σταμάτησα. Ήθελαν να με σκοτώσουν και φοβήθηκα. Συγνώμη!»
«Δεν πειράζει αγάπη
μου», του απάντησε ανακουφισμένη. «Δεν πειράζει. Αρκεί που είσαι εσύ καλά.»
«Μα μας τα έκλεψαν
όλα», παραπονέθηκε ο Αντρέας.
«Τα χρήματα και τα
πράγματα, θα μπορέσουμε να τα ξαναφτιάξουμε», του εξήγησε εκείνη. «Αν όμως
πάθαινες εσύ κάτι, δεν θα μπορούσαμε να σε ξαναφτιάξουμε. Μην σκέφτεσαι λοιπόν
τα πράγματα. Εσύ μας νοιάζει να είσαι καλά. Το να φοβάται ο άνθρωπος κάποιες
φορές, δεν είναι και τόσο κακό. Γενναίος, δεν είναι αυτός που δεν φοβάται αγάπη
μου. Είναι αυτός που μπορεί να νικήσει τον φόβο του.»
Ο μικρός Αντρέας την αγκάλιασε και μετά
από λίγα λεπτά κοιμήθηκε εξαντλημένος από το κλάμα και την αγωνία που πέρασε.
Το άλλο πρωί, πέταξε τα παπούτσια του στα σκουπίδια. Δεν τα χρειαζόταν πια.
Ήθελε να νικήσει μόνος του τους φόβους του, και όχι με τη βοήθεια των
παπουτσιών του. Ήθελε να γίνει πραγματικά γενναίος!
Συγγραφέας: Μάνος Μπάρτης - φοιτητής Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου