Όταν
ήμουν μικρή θυμάμαι τις πρώτες μου εξόδους, χωρίς τους γονείς μου. Πρέπει να
ήταν το καλοκαίρι πριν πάω πρώτη γυμνασίου, που με άφησαν να βγω για βράδυ,
φυσικά με την ξαδέρφη μου που ήταν τρία χρόνια μεγαλύτερη...
Ξεκινάγαμε λοιπόν
από το σπίτι με τις δύο καλύτερες φίλες μας.
Το πρόγραμμά μας ήταν να πάμε στην κεντρική
πλατεία, να φάμε ένα γλυκό ή να πιούμε ένα χυμό, να κάνουμε μία βόλτα μέχρι το
λιθόστρωτο και να επιστρέψουμε σπίτι. Άλλες φορές πάλι πηγαίναμε στο Λούνα
Παρκ. Τότε ήταν πολύ της μόδας.
Τότε που 500δρχ ήταν αρκετές για να βγούμε
έξω, τότε που δεν χρησιμοποιούσαμε τσάντα, τότε που τα κινητά δεν μας ήταν
απαραίτητα. Τότε ήταν που αρχίσαμε όλες να τρελαινόμαστε για το καλαμπόκι. Ένας
πλανόδιος που το “στέκι” του ήταν στην παραλία έψηνε καλαμπόκια και τα
πουλούσε. Δεν θυμάμαι πόσο κόστιζε ή πως τον ανακαλύψαμε αλλά θυμάμαι το πώς
έλιωνε το βούτυρο καθώς το έψηνε, το αλάτι που έβαζε με τόση δεξιοτεχνία, σαν
ταχυδακτυλουργός, τη γλυκιά αναμονή και τέλος την δροσιά των φύλλων του
καλαμποκιού στα οποία μας το σέρβιρε.
Η
επόμενη μας κίνηση ήταν να καθίσουμε σε κάποιο παγκάκι της παραλίας για να
φάμε. Η πρώτη μπουκιά ήταν πάντα η πιο απολαυστική! Καμία μας δεν μίλαγε μέχρι
να το τελειώσουμε. Μόνο επιφωνήματα ικανοποίησης ακούγονταν καθώς χαζεύαμε τη θάλασσα. Από
τότε και για το υπόλοιπο του καλοκαιριού, όποτε βγαίναμε έξω επισκεπτόμασταν
τον κύριο με τα καλαμπόκια. Είχε γίνει για μας μία ιεροτελεστική συνήθεια,
μέχρι που μπήκε το φθινόπωρο…
Καθώς
βγαίνω από το σταθμό και ανεβαίνω για να βγω στην Ηρακλείου θυμάμαι όλα αυτά
καθώς η μυρωδιά ψημένου καλαμποκιού ξυπνάει την όσφρησή μου. Πόσα χρόνια πάνε
από τότε; Βγαίνω στην Ηρακλείου και κοντοστέκομαι.
«Ένα
καλαμπόκι σας παρακαλώ».
Συγγραφέας: Βαρβάρα Βουτσινά - φοιτήτρια Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου